Ο πλανήτης είναι ένα τεράστιο εστιατόριο

Δύο γκρίζες δεκαοχτούρες, νιόπαντρες, φρεσκοζευγαρωμένες την άνοιξη βρήκαν τον ψηλό μου έλατο στον κήπο ν’ αρχίσουν φωλιά. Τις είδα χθες που εξέταζαν την ασφάλεια του δέντρου. Δέντρο ψηλό, δασύφυλλο, ότι πρέπει για τους εχθρούς, εκεί θα γεννούσε τ’ αυγά της κι αυτός, εκεί θα έφερνε το φαγητό και την φροντίδα.
Ξύπνησα το πρωί μαζί με τον γάτο. Καθίσαμε στην σκιά της κουζίνας κι αυτός μου ζήτησε να βγει. Έφτιαξα καφέ και βγήκα μετά από λίγο κι εγώ στον κήπο. Στην όμορφη δροσιά του μεγάλου μου ελάτου, του μεγαλύτερου ελάτου του χωριού που τόσα πλάσματα βρίσκουν εκεί καταφύγιο, από εκατοντάδες αράχνες, μέχρι φλώρους, σπουργίτια και λούγαρα, που βρίσκω καταφύγιο κι εγώ όταν η ζωή με μαγκώνει εκεί έκατσα για πρωινό. Ξαφνικά, αναστάτωση. Η μια δεκαοχτούρα ψηλά στον αέρα και ήχος από σπασμωδικό πετάρισμα στα έγκατα του δέντρου. Αμέσως μετά ο Λάτε με ένα γκρίζο πουλί που ξεψυχούσε στα δόντια του. Το άφησε στα πόδια μου για ένα δευτερόλεπτο, το ξαναβούτηξε απ’ το λαιμό και χάθηκε στις φυλλωσιές του κήπου.
Φονικό, σκέφτηκα. Ο Λάτε δεν πεινούσε, το έκανε για σπορ. Το έκανε γιατί έχει τα γατίσια ένστικτα. Σκέφτηκα την δεκαοχτούρα που έζησε να πετά χωρίς το ταίρι της. Σκέφτηκα πως ο Γούντι Άλεν είπε ότι ο πλανήτης είναι ένα τεράστιο εστιατόριο.
Μετά από λίγο πόλεμος. Μια μάνα γάτα με δυο πεινασμένα μικρά να την περιμένουν επιτέθηκε στον Λάτε, που ξέρει μεν να σκοτώνει το θήραμα του όχι όμως και να το υπερασπίζεται απέναντι σε έναν απελπισμένο αντίζηλο. Του πήρε το νεκρό πουλί και έτρεξε στα μικρά της. Να τα ταΐσει. Να ζήσουν. Να τα μάθει να σκοτώνουν κι αυτά πουλιά.
Η δεκαοχτούρα ξαναγύρισε και κάθεται πλέον στον στύλο της ΔΕΗ κοιτάζοντας τον έλατο. Η μάνα γάτα ταΐζει τα μικρά της, την ακούω. Σε λίγο θα ‘ρθει κι ο Λάτε που αφού θα έχει πλύνει το αίμα απ’ τα μουσούδια του, θα ξαπλώσει δίπλα μου να δούμε τηλεόραση για να γίνει ξανά ένα απόλυτο πλάσμα χαριτωμένης τρυφερότητας.
Έξω ο Έλατος ακίνητος. Ανεπηρέαστος. Να στέκεται στους καύσωνες και να στέκεται στα χιόνια. Να δίνει καταφύγιο σε ζωές ή να γίνεται παγίδα του θανάτου.
Να συνεχίζει να υπάρχει όταν θα είμαι τέσσερα μέτρα κάτω απ’ την γη.