Όταν λείπουνε τα λόγια

Από το 1958 που πρωτάκουσα τον «Ιλισσό» στο ραδιόφωνο και επαλήθευσα πως ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο συνθέτης που με έστελνε στα Τάρταρα (με την καλή έννοια ― ο Κέρβερος όχι μόνον δεν δάγκωνε, αλλά έτρωγε το ψωμοτύρι μου) έως την μαύρη στιγμή, την πετσικαρισμένη, που ως μέλος του δεύτερου εξώστη γιουχάρισα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1973 τον «Μεγάλο Ερωτικό» για πολιτικούς λόγους, ήμουν στρατολογημένος στη χάρη της τέχνης του. Ειδικά τα ορχηστρικά του, με ιδιαίτερη προσήλωση όταν υπήρχε πιάνο ή παλιακές μιμήσεις από φανφάρες.

Το ζήτημα ήταν πως ανκαι ασκήθηκα να σφυρίζω τις μελωδίες του (και μάλιστα με ενσωματωμένο και δεύτερο σφύριγμα κάτω από το πρώτο) άρχισαν να μου λείπουν λέξεις, λόγια, στίχοι. Οπότε, αρχές του 1963, έφτιαξα ένα τευχάκι σχήματος 16ου με συνδετήρα που το επέγραψα «στίχοι για μουσική». Περιείχε  τραγούδια που είχα ακούσει άπαξ και μου διέφευγαν «τα λόγια», ή καθαρά ορχηστρικά, ή ακόμη και τραγούδια των οποίων απέπτυα τους στίχους και έβαζα, ο σαχλάκιας, δικούς μου. Το σύνολο σχεδόν αυτής της απόπειρας, ήταν ερμηνεία (και διασυρμός) του Χατζιδάκι. Μόνον το 1964 προστέθηκαν τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου και Μαρκόπουλου, αλλά και η «Πικραγαπημένη» του Τερζάκη.

Το ραδιόφωνο βοηθούσε, καθώς στα σίξτις είχε συχνά εκπομπή με τίτλο «κινηματογραφική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι» ή ό,τι σήμαινε αυτό. Ενίοτε έπεφτα σε αφασία με τους «Όρνιθες», τον «Κύκλο με την κιμωλία» και παρόμοια, αλλά η γενική ανάσταση νεκρών και ζώντων συνέβη με το «Καταραμένο φίδι», το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», τα οποία σεβόμουνα τόσο ώστε αρνιόμουν να τα σφυρίξω.

Απ΄όλα τα πιανιστικά του, ξεχώριζα ένα ρυθμικό μπαγιό ή αρχαϊκό μάμπο που ήταν το πρώτο μουσικό μέλος για το οποίο όχι μόνον δάκρυζα, αλλά και έκλαιγα γοερά, με λυγμούς. Πολύ αργά κατάλαβα πως ήταν από ταινία του Καψάσκη, το «Αγάπη και θύελλα», μετά το «πίσω από τις τριανταφυλλιές» της Μούσχουρη, όπου η Καλογεροπούλου με τον Φέρτη, το 1961 το χορεύουν σε μια γεμάτη, ρυθμική αγωγή ― μπορεί και υβριδική ρούμπα. Στο 25.40 της ταινίας.

Αργότερα, στον Χατζιδάκι λάτρεψα τις ακατάσχετα πηγαίες μουσικές ιδέες που τις δούλευε και τις μεταποιούσε σε τραγούδι, μελωδία ή μια απλή γέφυρα. Ένα σωρό ταινίες του έχουν φυτεμένες μικρές λόχμες από νότες. Γι’ αυτό και οι γυναίκες στις συνθέσεις του τραγουδάνε διαφορετικά: όπως στα όνειρά μου. Άλλοτε για ένα «μυστικό» που βοά ωσάν αχός από αχιβάδα, άλλοτε κορίτσια που χορεύουν κάθε λογής Μπούγκι και Απτάλικο και ξυπνώντας, τις βλέπω ως βάκχες να θρηνούν εσωτερικά και κρύβω την αμηχανία μου, καθώς καμώνομαι πως κοιμάμαι βαθιά. Οι εμές Φίλες πενθούν, όση καντιοζάχαρη κι αν επιπολάζω επί των χειλέων των.

Βέβαια, τα δάκρυα ήταν κακή αρχή. Έκτοτε κλαίγω για βαλκάνια ακούσματα και για το σύνολο σχεδόν των πολυφωνικών, αμή και όλες τις ταραντέλλες της ιταλικής μπότας και βέβαια όποτε και όταν τραγουδάνε α καπέλα νέες γυναίκες, παραδοσιακά, σαν το «Τζάνε ποταμέ». Τότε φτάνω να θρηνώ πενθώντας και ολολύζοντας.

Συνθέτες έκτοτε γνώρισα αρκετούς και συχνά ζηλεύω τη δουλειά τους. Πάντως τον Χατζιδάκι τονε γνώρισα αρχές του 1978 στον «Μαγεμένο Αυλό». Μια χειραψία, μια φιλοφρόνηση. Διάρκεια, ένα λεπτό. Δεν είχα λόγια.