Στην Αιδηψό έγινε η γνωριμία. Το 1961. Πλατσουρίζαμε με τον αδελφάκο μου ώσπου τέλειωσαν τα διάφανα ζαβογαριδάκια και ο γόννος, όποτε το είδαμε στα όρια άμμου με μια φυκιάδα.
Ήταν ένα μακρύ, άπλαστο, ροζιασμένο, μάλλον ζωντανό άγνωστο αντικείμενο.
Δεν προλάβαμε να σαστίσουμε, στεριανοί και καμπίσιοι γαρ, και μας προλαβαίνει ο φωτογράφος του θερέτρου με πονηρό χαμόγελο και προφανή παιδεραστικό λόγο.
«Ξέρετε πως το λένε αυτό; Ψώλο της Θαλάσσης». Μόνο τα κρεμασμένα σάλια του λείπανε για να θεωρηθεί απόγονος σαύρας του Κομόντο. Σαυρομάτης, με χοντρά μυωπικά γυαλιά.
Τα ‘βλεπα όταν ψαροντουφεκούσα σε διάφορες παραλίες, συχνά αναπόσπαστο μέρος του βυθού, οπότε κάποιος φίλος από την Τορώνη τον είπε ψώλιαγκα, μου έδειξε πως τον σκίζεις στη μέση και κόβεις το μέσα ψωμί, πέντε κομμάτια τουλάχιστον και παίνεσε πόσο αποτελεσματικό είναι στο παραγάδι.
Ότι το κυνηγάνε διότι το γουστάρουν οι Κινέζοι και κοστίζει ένα σκασμο λεφτά ανά κιλό, το ήξερα όπως όλα του κόσμου τα παράξενα: υπό δημιουργική δυσπιστία.
Η κομιλφό λεξικογραφία το αποκαλούσε ολοθούριο, ενώ σε άλλα μέρη πιό θεοτικά το έλεγαν αγγούρι της θαλάσσης. Ώσπου τις προάλλες είδα ένα στον ύπνο μου.
Ήταν ένα τεράστιο αδρανές πέτσωμα που αδρανούσε και έπιανε τον μισό χώρο που συνήθως διαθέτω για τα όνειρα. Αμέσως έπιασα τον συμβολισμό.
Ήταν εικονογράφηση της Ελληνικής νοοτροπίας, ως μετείκασμα και σκεπτομορφή, ένας θύλακας γεμάτος θκουληκάκια, όπως αυτά που είναι κλεισμένα στους εξωτερικά μαλακούς κολιτσιάνους, που κολλάνε στα βράχια κι αν τους πατήσεις, κολλάνε στο δέρμα σου και στο βγάζουν στανικώς.
Ωστόσο, τηγανίζονται και είναι πολύ νόστιμα, εάν ξεπεράσεις την τραυματική εμπειρία.
Ως «ελληνική νοοτροπία» εννοώ την «συζήτηση της επόμενης μέρας» για το μυστικό θεώρημα «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» που διακόπτεται από την ευχή «να βρούνε κανέναν ψωλαρά στο κελλί να τους βουλώνει» (το ρήμα από τον «κάτω κόσμο» του Ανδρέα Καρκαβίτσα) ή την μακρά συζήτηση των λογιστών που υπολογίζουν σε πόσα χρόνια θα είναι έξω και θα φοβερίζουν την Άρτα και τα Γιάννενα.