Την «Βουλή Τηλεόραση» παρακολουθούσα συνήθως όταν ήμην στα πρόθυρα αυτοκτονίας, αλλά πράγματι αποτρόπαιας ― με πριόνι ή με ζωντανά ποντίκια που επιθυμούσαν να φάνε γυμνοσάλιαγκα που κατάπινα. Αυτές είναι αυτοκτονίες όταν κάτι το απεχθάνεσαι ή καταλαβαίνεις όσο ένας Σαρμάτης χαμένο έργο του Αισχύλου.
Ωστόσο, τις προάλλες αιφνιδιάστηκα αιφνιδιαστικά. Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας είχαν υπότιτλους! Ξέρετε, ύμνοι, αίνοι, τροπάρια, Ακάθιστοι, όλα. Και έτσι ερμήνεψα τις κινήσεις των ψαλτών, τι έλεγαν και πόσο άφηναν διάχωρα στην ανασαμιά τους. Μπορεί να ανέγνων και να κατέγνων από λειτουργία του Χρυσοστόμου έως άπαντες σχεδόν τους αρχαίους βίους αγίων και εκείνα τα αιρεσιοκτόνα επουργήματά των, αλλά έτσι και μελωδούσαν, έχανα τα λόγια. Και είμαι πεπεισμένος πως αν γινόταν μια σωστή δημοσκόπηση Ελλήνων, ένα 2% ενδεχομένως να ήξερε τι σημαίνει «πρόσχωμεν» και «τα σα εκ των σών». Το «Είδομεν το φως το αληθινόν» θα έπιανε σιγουράκι ένα 83%.
Χάζευα επί τριήμερο την ψαλτική τέχνη και εισροφούσα την ποίηση που περιείχε. Σας έχω νέα: η επί βυζαντινών αρμονία και λογική, είναι δύσκολη, ζόρικη, αλλά άκρως ευχάριστη. Των νεοτέρων ιεραρχών και δοξολογητών το έργο, είναι αμέριστα φαναριώτικο, κάπως μονότονο και έρμαιο της συλλαβομετρικής λαγνείας των. Αυτό δεν με τάραξε, διότι είμαι άπιστος εάν με ρωτήσετε πού είναι το άσμα στην θρησκευτική μουσική. Πουθενά δεν είναι. Απεναντίας, υπάρχει ποιοτική, απίστευτα οργανική και πλήρης, η προσωδία. Αυτό που λέγεται «παπαδίστικη ανάγνωση» και έχει κάτι ένρινο. Ο Απόστολος, οι Ευαγγελιστές, τα Πατερμά της λειτουργίας είναι προσωδίες. Ο αγιορείτης αναγνώστης την ώρα του γεύματος στην Τράπεζα, ακολουθεί άλλη προσωδία, σαφώς μη καλλυντική.
Μπορεί οι ψαλτάδες να έχουνε τον τρόπο και τον ιδιαίτερο θύμο αδένα των, αλλά είναι άκρως κατάλληλοι να τραγουδήσουν ρεμπέτικο και πολυφωνικά. Τα λίγα λαϊκά στιχηρά που σώζονται σε ιστορικές πηγές πάντως, τα «πάλιν τον καύκον έπιες», το «την δαμαλίδαν απαλήν», το «γαύζας βόνας βακηδίας», πολύ εύκολα τα ψέλνω, σεβόμενος έναν απλό κωδικό, τι εστί «ανανάγια» και «νανά».
Κανονικά, έπρεπε να πάρω διαζύγιο από τα μελίσματα και τες απαγγελίες, αλλά δεν. Πολύ μικρότερος, προσπαθούσα να απαγγείλω το «Πιστεύω» ροκάροντας, ενώ ποτέ δεν είπα «όχι» στην ραπ και στον χιπχοπισμό. Αυτή είναι άλλη συζήτηση και δεν την θέλω τώρα. Αυτό που θέλω, είναι την ποίηση που διασώζεται στους χορούς των ψαλτάδων.
Το μυστικό της έγκειται στο ότι ο ποιήσας, ξέροντας ότι δεν μπορούσε να νεωτερίσει στην μελουργία, πότιζε τις λέξεις του με μοναδικώς εξεζητημένες βαριάντες λόγου, έσφιγγε τα ρήματα, ανόρθωνε τα επίθετα, μονοπωλούσε και το πιο πυκνό νόημα σε δύο ή τρεις λέξεις. Με δυο λόγια, ο λόγος του ήταν σαν τα λόγια που πρωτοχρησιμοποίησε Νασσαμών δουλέμπορος που είδε πρώτη φορά στρουθοκάμηλο.
Βέβαια, εάν οι ναοί, όπως συμβαίνει στα Μέγαρα που ανεβάζουν ξένες όπερες, είχαν οθόνη υποτίτλων, οι ψάλτες θα θεωρούνταν από το εκκλησίασμα τέρατα μορφώσεως και άλλων πλεονεκτημάτων. Γι΄αυτό και δεν θα έχουν ποτέ. Αυτό δεν είναι λογος να μη εκφράσω την ευαρέσκειά μου για την Βουλή Τηλεοραση, έστω γι αυτό το ήσσον θέμα.