Προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα με τους περαστικούς που περνούσαν από το πεζοδρόμιο. Και όταν αυτοί έφυγαν κρεμάστηκε από το μπαλκόνι του και άρχιζε να φωνάζει σε δυο γάτες που λιαζόντουσαν πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου. «Ψιψιψι- ψιψιψι». Δεν ανησύχησα γιατί έτσι κι αλλιώς το μπαλκόνι του δεν απείχε ούτε δύο μέτρα από την γη. Ηλικία; Γύρω στα 70. Κοτσονάτο θα τον έλεγες, αν και το παλτό ήταν σαν κουβέρτα πάνω του. Ήλιος και παλτό; Ναι, αν ξημεροβραδιάζεσαι στο μπαλκόνι σου…
Δεν ξέρω αν σε όλες τις γειτονιές ο κόσμος έχει βγει στα μπαλκόνια, στους Αμπελόκηπους, όμως, θα δεις πολλούς ανθρώπους να ανοιγοκλείνουν τα στόματα στα μηχανάκια που περνάνε. Άνθρωποι που μέχρι χθες «έριχναν» κυβερνήσεις στα καφενεία με τους φίλους τους ή γιαγιάδες που μαγείρευαν για τα εγγόνια τους στα σπίτια των παιδιών τους. Και μετά, οι μοναχικοί άνθρωποι που είχαν παντρευτεί τη δουλειά και τώρα νιώθουν σαν να χώρισαν.
«Μείνετε σπίτι!» είπαμε σε όλους αυτούς τους ανθρώπους – και καλά κάναμε βέβαια – αλλά μήπως πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι θα κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι όλη μέρα μέσα στο σπίτι τους; Και μην μου πείτε να ακούσουν μουσική, να διαβάσουν βιβλία, να παίξουν επιτραπέζια, να μαγειρέψουν όλοι μαζί – ποιοι «μαζί»; Αυτά είναι για το Instagram.
«Αν τους παίρναμε ένα τηλέφωνο;». Η ιδέα είναι απλή. Όλοι ξέρουμε έναν άνθρωπο που είναι μόνος. Είναι ακόμη – ακόμη και ένας θείος που τον έχουμε συνεχώς έγνοια αλλά πόσες φορές να του τηλεφωνήσεις;
Πάρτε την άδειά τους, λοιπόν, και στείλτε μας ένα email στο [email protected] – δώστε μας το όνομά του – το τηλέφωνό του – γράψτε μας και δυο σειρές για το τι πιστεύετε ότι θα ήθελε να συζητήσει – ποιες είναι οι καλύτερες ώρες να του τηλεφωνήσουμε. Και εμείς θα τον πάρουμε τηλέφωνο!
Ποιοι εμείς; Εγώ, ο Χωμενίδης, η Σολωμού, ο Τσίμας, η Τσόκλη, η Μπακογιάννη, ο Σκουντής, ο Παπανδρέου, η Κρασαγάκη, η Παντέλη, ο Χαρίτος, η Βρούσια, η Λυμπεράκη, η Κωνσταντίνου, η Γκαρέτσου, ο Φερεντίνος, ο Μάλλης, η Βίδου, ο Βαλάρης, η Νέγκα. Όλοι, δηλαδή, οι δημιουργοί podcast του Pod.gr. Και μαζί, γνωστοί σχολιαστές. Ο Πετρουλάκης, ο Δαβαράκης, ο Πάτρας, ο Γιαννακίδης. Αλλά και φίλοι ηθοποιοί. Ο Ξάφης, η Ματίκα, ο Λούλης, ο Ιορδανίδης, η Μπρέμπου, ο Μάινας, ο Στάνκογλου.
Όλοι εμείς θα δώσουμε κάθε μέρα, μια ώρα ο καθένας, σε αυτή την υπόθεση.
Ξεκινήστε λοιπόν. Μιλήστε στους μοναχικούς ανθρώπους που γνωρίζετε ή στους ηλικιωμένους που ζουν δίπλα σας και στείλτε μήνυμα στο [email protected]
Και βέβαια, τίποτα από αυτά που θα ακούσουμε από όλους αυτούς τους ανθρώπους δεν θα χρησιμοποιηθεί από κανένα μας. Ούτε θα μαγνητοφωνούμε, ούτε θα ξαναενοχληθούν, βέβαια, αυτοί οι άνθρωποι για οποιοδήποτε άλλο σκοπό. Μόνο ΜΙΛΑΜΕ.
Γιατί αυτό το τσουνάμι που φτάνει, μπορεί να ερημώσει τους δρόμους, αλλά δεν πρέπει να ερημώσει και τις ζωές των συνανθρώπων μας.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να στείλω στο Pod τον αριθμό κάποιου εχθρού μου για να τον πάρει τηλέφωνο ο Θεοδωράκης ή ο Χωμενίδης και να του μιλάει για μια ώρα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν μισώ κανέναν τόσο πολύ για να του κάνω τέτοιο χουνέρι.
Δεν ξέρω τίποτε για τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας, καθώς μετά το αρχικό launching δεν είχαμε καμία ενημέρωση, ούτε στο σάιτ ούτε στο φέισμπουκ ούτε αλλαχού, ένα δελτίο Τύπου, ένα μήνυμα, κάτι, πόσοι άνθρωποι μίλησαν με πόσους άλλους, αν μίλησαν και πόσο, αν σώθηκαν ζωές, γάμοι, γάτοι, να συνοψίσω λέγοντας ότι φαίνεται πως γλυτώσαμε τα χειρότερα, θύματα ή ζημίες δεν ανεφέρθησαν.
*
Στη συνέχεια ήταν ο Πρόεδρος Αλέξης ο οποίος ως επαγγελματίας πολιτικός παραμένει πρόεδρος κόμματος, και με αυτή την ιδιότητα εξέδωσε μήνυμα για τη 25η Μαρτίου, όπως είθισται να κάνουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί από τον Ανδρέα Παπανδρέου και δώθε. Γιατί τον Ανδρέα; Γιατί ο Ανδρέας είναι το πρότυπο του Αλέξη, αυτόν μιμείται και αυτόν θέλει να ξεπεράσει, μήπως και η Ιστορία ξεχάσει ότι η Πρώτη Φορά Αριστερά στη Ελλάδα ήταν το ΠΑΣΟΚ του 1981 και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015. (Δεν θα τα καταφέρει, φυσικά, και ευτυχώς για όλους μας.) Στο μήνυμά του, αφού μιλάει για τα γνωστά θέματα SOS της επικαιρότητας (ιός, Τουρκία, Ευρώπη), ο Πρόεδρος Αλέξης θυμάται να πει δυο λόγια για την επέτειο που υποτίθεται είναι η αφορμή του μηνύματος:
Αγαπητοί μου συμπολίτες,
Το 21 υπήρξε πάντοτε πηγή έμπνευσης στους αγώνες για ελευθερία και δικαιοσύνη.
Μας διδάσκει ότι ένας μικρός λαός, όταν είναι ενωμένος και δεν είναι προβλέψιμος και πειθήνιος, κερδίζει αυτά που δικαιούται.
Μας θυμίζει, τέλος, ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο η πατρίδα μας, αλλά και οι αξίες μας.
Και ότι το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο.
Χρόνια πολλά και καλή δύναμη σε όλους και σε όλες!
Συγγνώμη, αλλά όταν σε καθεστώς ιατρικής καραντίνας επαινείς έναν λαό γιατί δεν είναι πειθήνιος, κάποιο καρβουνάκι έχεις κάψει, είναι σα να τον καλείς σε ανυπακοή. Και συνεχίζεις να ξεσκονίζεις το λαό και να χαϊδεύεις τα αυτιά του σε πείσμα της Ιστορίας, λέγοντας ότι το 21 ο λαός ήταν ενωμένος, κι ότι κερδίζει: η επανάσταση είχε χαθεί, κι έπρεπε να επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις για να νικήσουν τους Οθωμανούς, μια εξαιρετικά άβολη αλήθεια για εθνίκια, δημαγωγούς και πολιτικούς εν γένει, αλλά πάντως αλήθεια. Όσο για το τι δικαιούται ο κάθε λαός (εδώ θυμόμαστε το συριζαϊκό σύνθημα «Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη»), η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Μετά την επιστήμη, έρχεται η ποίηση. Τι είναι η πατρίδα μας; Την απάντηση σε αυτό το φιλοσοφικό ερώτημα την έχουν δώσει πολλοί ποιητές, από τον αρχετυπικό Ιωάννη Πολέμη (κάμποι, βουνά, ήλιος, άστρα κλπ.) έως και τον Οδυσσέα Ελύτη (ελιά, αμπέλι, καράβι) και τον Πυθαγόρα (κρασί, θάλασσα και τ΄αγόρι μου) ― αλλά και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας είχε μιλήσει ποιητικά για τον ήλιο και το τσίπουρο ως συστατικά της που δεν μπορούν να μας τα πάρουν. Η παρούσα περίσταση όμως είναι Εθνική (επέτειος), άρα χρειάζεται μια αφηρημένη γενικότητα που να συνδυάζει και Προκόπη Παυλόπουλο και Σλαβόι Ζίζεκ, οπότε οι έννοιες Ελλάδα, πατρίδα και αξίες γίνονται ένα σημειολογικό κουβάρι στο μήνυμα.
Παρακαλώ να σημειώσετε ότι ο Πρόεδρος Αλέξης δεν μιλάει για τις αξίες γενικώς, αλλά για τις αξίες μας. Οπότε προκύπτει το ερώτημα, ποιοι είμαστε εμείς που έχουμε αυτές τις αξίες; Πέραν του ρητορικού τεχνάσματος του πρώτου πληθυντικού, που εκμαιεύει λάθρα τη συναίνεση του ακροατηρίου, να θυμηθούμε ότι ο ομιλών δεν έγινε ποτέ Πρόεδρος της Δημοκρατίας και δεν είναι πλέον Πρωθυπουργός των Ελλήνων, οπότε ομιλεί ως Πρόεδρος του Σύριζα, συνεπώς οι αξίες στις οποίες αναφέρεται είναι οι αξίες του Σύριζα ― κάτι που πιθανόν θα μας χρησιμεύσει στην επόμενη περίπτωση.
*
Η τρίτη και τελευταία περίπτωση είναι του υπαλλήλου του Σύριζα Σωτήρη Καψώχα, ο οποίος ούτε πρόεδρος κόμματος διετέλεσε ούτε δική του σελίδα στη Βικιπαίδεια έχει, και θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθεί και δημοσιογράφος. Κοσμούσε με την παρουσία του το πάνελ της εκπομπής «Δεύτερη Ματιά» στην ΕΡΤ επί Σύριζα, και έγινε ευρύτερα γνωστός όταν παρομοίασε τον Κυριάκο Μητσοτάκη με έναν θεωρητικό του ιταλικού φασισμού, με αποτέλεσμα η ΕΣΗΕΑ να τον περάσει πειθαρχικό και να τον διαγράψει. Όταν άλλαξε η κυβέρνηση και καταργήθηκε η εκπομπή (για να αντικατασταθεί από μια εξ ίσου φιλοκυβερνητική προπαγανδιστική εκπομπή, αλλά της Νέας Δημοκρατίας), ο εν λόγω επαγγελματίας προσελήφθη επισήμως από τον Σύριζα για να παρέχει απροκάλυπτα τις υπηρεσίες του.
Ένας δημοσιογράφος χωρίς προσδιοριστικά υπηρετεί πρωτίστως τις αξίες της αντικειμενικότητας και της ενημέρωσης. Όταν εργάζεται, εμφανώς ή αφανώς, για ένα πολιτικό κόμμα, αναγκαστικά υπηρετεί και τις αξίες του εργοδότη του και συχνά η αντικειμενικότητα και η αξιοπιστία πάνε περίπατο, μαζί με την υψηλή δημοσιογραφική αποστολή. Στην εγχώρια Αριστερά, επικρατεί η άποψη ότι ένας δημοσιογραφος έχει ηθικό πλεονέκτημα αν εργάζεται για ένα κόμμα και όχι έναν ιδιώτη, και ηθικότερο αν το κόμμα αυτό είναι αριστερό (έστω και στα λόγια). Τότε όμως είναι κομματικός δημοσιογράφος, ένα είδος παγκοσμίως αναξιόπιστο.
Τούτων δοθέντων, έχει ενδιαφέρον να δούμε την ανάρτηση που έκανε στην προσωπική του σελίδα στο φέισμπουκ ο κ. Καψώχας στις 25 Μαρτίου, μνημονεύοντας (μάλλον λόγω της ημέρας) και τον Καραϊσκάκη:
Δεν θα μάθουμε ποτέ τι οδήγησε τον Σωτήριο Καψώχα να παραφράσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη (και όχι τον Μάρκο Σεφερλή, όπως ίσως θα ταίριαζε καλύτερα), και αν εγκαρδιώθηκε και πήρε φως από το πρόσφατο χάσταγκ #θα_λογαριαστουμε_μετα, που πιθανώς ξεκίνησε από τη φράση «Βάζουμε πλάτη, αλλά μετά θα λογαριαστούμε» του στοχαστή Παύλου Πολάκη. Ο κ. Καψώχας δεν είχε το σθένος να υπερασπιστεί την ανάρτησή του και την κατέβασε, δικαιολογώντας το ως εξής:
Επειδή έγινε πολύς θόρυβος με μια ανάρτηση που χρησιμοποίησα παραφραστικα τον Καραϊσκάκη, καλό θα είναι να μην θεωρούν το συγκεκριμένο δάνειο ως κάποιου είδους απειλή. Επειδή τα διάφορα τρολ απομόνωσαν τη συγκεκριμενη φράση και προσπάθησαν να σπεκουλαρουν, παραβλέποντας την ουσία της ανάρτησης που δεν είναι τίποτε άλλο από τις ευθύνες της διαχείρισης της πανδημίας, να ξεκαθαρίσω ότι δεν πρόκειται για απειλή, δεν έχω τη δύναμη άλλωστε να το κάνω, αλλά για μια υπόσχεση ότι με το όπλο της δημοσιογραφικής μου πένας, θα αποκαλύπτω όλα τα περίεργα, μόλις τελειώσει με το καλό η πανδημία. Και για να σταματήσει η σπεκουλα αποσύρω και τη δημοσίευση.
Αξίζει να σταθούμε στην πρώτη ανάρτηση, και να αναρωτηθούμε γιατί οι καιροί δεν προσφέρονται για μετωπική αντιπαράθεση. Ίσως επειδή ο κ. Kαψώχας δεν έχει πια βήμα στην κρατική τηλεόραση και περιορίζεται σε οργίλες αναρτήσεις στο φέισμπουκ, όπως ο κάθε πικραμένος; Αυτό δεν θα έπρεπε να είναι ανασταλτικός παράγων για έναν κανονικό δημοσιογράφο. Και η χυδαιότητα της παράφρασης δεν έγκειται στο ρήμα γαμήσω, το οποίο άλλωστε διατηρείται από την αρχική φράση που αποδίδεται στον Καραϊσκάκη, αλλά στο ότι ο κ. Καψώχας αλλάζει το «Άμα ζήσω» σε «Όταν γυρίσω». Όταν γυρίσει από πού, και πότε; Από την εξορία, που θα λήξει όταν έλθει η Δεύτερη Φορά Αριστερά που ευαγγελίζεται ο Πρόεδρός του και ανακαταλάβει και το κράτος και την εξουσία; Τι τον εμποδίζει να βγάλει την πένα του και να το κάνει εδώ και τώρα, εκτός ίσως από μια ουσιαστική ανικανότητα;
Το συμπέρασμα είναι ότι όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι δοκιμάζονται από την κρίση.
Υστερόγραφο: Μου επεσημάνθη ότι με τη φράση «Όταν γυρίσω, θα τους γαμήσω» ο κ. Καψώχας δεν παραφράζει καν Καραϊσκάκη, όπως θα ήθελε να πιστεύουμε, αλλά μνημονεύει στίχο του Νίκου Καλογερόπουλου από το σάουντρακ της ταινίας «Οι Ιππείς της Πύλου» (2011), τραγούδι που ερμήνευσε με τον δέοντα ηρωϊσμό ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.