Μια αιθάλη λαδερή που φεύγει από την ντηζελομηχανή μετατρέπει την παρέα μας σε ασβολερή κομπανία ― χαρτομάντιλα υπήρχαν, αλλά όχι μωρομάντιλα. Κορίτσια και αγόρια, σε μια ευτυχή συμπλοκή μιας εκδρομής κι ας γλυστρούσαμε λιγάκι στις επαφές μας. Ξημερώνοντας έχει διάλειμμα στο δρομολόγιο και ανηφορίζουμε προς το κέντρο του Βίλλαχ που επιμένει να βρίσκεται στην Στυρία, αφού προηγήθηκε η κατάληψη του τοπωνυμίου από τα τρακτέρ Στάγιερ. Εκεί, σε ένα υψωματάκι, θα προσπαθήσω να σχεδιάσω ένα χαρακτηριστικό καμπαναριό, κάνοντας αμέσως λάθος στις αναλογίες, καθώς αγνοώ το «χαράκι αέρος» ήτοι το μέτρημα των αναλογιών.
Απεναντίας, στο Τελ Αβίβ, όπου έμεινα δυο μέρες, τρώγοντας δίπλα στον καφτό πάγκο ενός μογγολέζικου εστιατορίου, νόμιζα πως σε μερικά σταυροδρόμια του κατοικούσαν Θεσσαλονικείς χασομέρηδες και σουλατσαδόροι ― καμια φορά δουλεύει κατά λάθος μια ιστορική διπλοτυπία και οι παλαιοί κάτοικοι ενδύονται το πνεύμα των νεοτέρων. Πώς βαρυέται ένας χασομέρης; Της ανατολικής Ευρώπης είναι αυτάρκεις -κάθονται ισορροπούντες εφ΄εαυτών, χωρίς καν ένα σκαμνάκι. Οι εργάτες γης από τα ίδια μέρη τσαπίζουν σα ντερέκια, αλύγιστοι, με μπροστά την τσάπα, ωσάν γκόλφερς. Εκεί, στο Τελ Αβίβ, είδα και το γερμανικό τους καρτιέ ― πράγματι μοιάζει με κτίσμα Αψβούργων, όπως τα άσημα κέντρα πόλεως στα πολυάριθμα κρατίδια, κατανοητά μόνον σε ειδικά ντοκιμαντέρ. Δεν θυμάμαι αν ήταν στη Στουτγκάρδη ή σε άλλη πόλη όπου έπαιξα άλλες δυο μέρες τον στυλίστα φωτογράφο σε ένα υπόγειο στούντιο, απ΄όπου βγήκα για να δειπνήσω αγκαλιά με ένα μπιφτέκι νατοϊκού μεγέθους.
Και από το 1995, ξέμεινε στα «σωζόμενα» ένα τεύχος περιοδικού που το ξανάνοιξα χτές και δυσκολεύτηκα να το διαβάσω, έστω διαγωνίως. Ανέτρεξα στην εποχή και κατάλαβα το γιατί: οι πνευματικοί άνθρωποι» αγαπούσαν τους δύσχρηστους τίτλους αλλά δεν είχε αρχίσει η μόδα των ιστορικών να ενθέτουν τον όρο «πρόσληψη» στον δοκιμιακό τους οπλισμό ― σήμερα, δεν υπάρχει συνέδριο, ανακοίνωση και δημοσίευση χωρίς «πρόσληψη». Εκεί μέσα, υπάρχει και μια φοβερή ανακρίβεια, αλλά η διάσημη κυρία που το υπογράφει, αλλοδαπή, παραμένει απτόητη: μια γειτονιά, ονόματι «Άνω Τούμπα» κατοικείται από «ανέργους και αναλφάβητους», εννοώντας την Άνω Τούμπα της Σαλονίκης.
Σήμερα, τα τραίνα κινούνται αλλέως, άρα δεν έχω πάρε-δώσε με εκείνο το 1995 που μου κάθεται στο στομάχι. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά νοστάλγησα την ασωτεία του ωτοσόπ, τη χαζοταινία «μπορώ να φιλήσω την πεταλούδα σου», μια αρπαχτή του Πήτερ Σέλλερς, και τα φύλλα μιας λεύκας μπροστά στη γκαρσονιέρα μου, πάνω από την προτομή του Νίκογλου, τα κατατρυπημένα από τις μπίλιες ενός φλόμπερ δανεικού που δούλευε με αέριο και κατάφερνα να φτιάξω έναν σταυρό. Εξάλλου ό,τι διηγούμαι είναι αληθές πλην αδέσποτο, και δεν νομίζω να συνέβη το 1995 τίποτε απ΄αυτά.
Ας επιστρέψω στο σήμερα, που κινείται και δονείται από άλλες συσκευές, εξίσου άχρηστες με τις αναμνήσεις που ξανάφερα στο φως.