Μετά το 2015/16, καμαρώναμε σα γύφτικα σκεπάρνια που ήρχονταν στα μέρη μας επικεφαλής θρησκειών, μεγαλύντορες πολιτικοί με λόγους συμπαθείας στο έρκος των οδόντων και ηθοποιοί, ηθοποιές του Χόλιγουντ που χαμογελούσαν σε συσκέψεις στα νησιά με τα στρατόπεδα. Ακόμη και διάφορα Οσκαρονόμπελ ακούγονταν πως οι σοφοί του δυτικού κόσμου θα βράβευαν τους «αγαθούς χωρικούς» που φέρονταν ανθρώπινα στα προσφυγάκια.
Πέρασαν τα χρόνια, έβλεπα στη Σμύρνη να υπάρχει δίπλα στο παζάρι τους και στο αρχαίο χρηματιστήριο κοτζάμ βιοτεχνία από ελαστικά σαπάκια, δήθεν φουσκωτές βάρκες με τεράστιες μηχανές εξωλέμβιες που έδειχναν τριακοσάρες και βάλε και άν ήταν εικοσάρες να με φτύνατε. Μιλώντας με παράκτιους της πιάτσας (αλλά και με τη Δήμαρχο του Κονάκ) ακούγαμε τέρατα και σημεία: πρόξενοι ανακατεμένοι σε βιοτεχνίες πλωτών νεκροταφείων για να περάσουν απέναντι, μια ολόκληρη κοινωνία να μαστεύει τους πρόσφυγες ζητώντας κολλαριστά ευρουδάκια για κάθε βήμα προς τα νησιά, ενώ χιλιάδες χιλιάδων, κυρίως από την Συρία, ζουσαν στην πιο γραφική (και πανταχόθεν κατουρημένη) γειτονιά της Σμύρνης, ο ένας πάνω στον άλλον. Ήμασταν με τον Μιχάλη, από έκπληξη σε έκπληξη.
Αργότερα, στη Λέσβο είδα τα τούλδα και τα σκούλκα ενός στρατοπέδου που είχε το όνομα της Μόριας κι έπιανε το βόρειο τμήμα της Μυτιλήνης, προς τους ελαιώνες. Και μιλάμε για το ένα πέμπτο των προσφύγων που υπάρχουν σήμερα. Καθώς διάβαζα (ο πανύβλαξ) τα δρώμενα των κατά καιρούς προσφύγων στη βόρεια Ελλάδα, από τους Μποσνιάκους των αρχών του εικοστού αιώνα έως τριών λογιών βουλγαροπρόσφυγες, χώρια αυτουνούς που είδε ο Χέμινγουέη και χωριστά άλλους δυστυχείς απο Μικρασία, γενιές Λιάγκραβων και άπειρους βλαχούτ από την Δασαρητική Πελαγονία, έως τους Καππαδόκες, τους Παφλαγόνες, τους Βιθυνούς, τους Επεσλήδες και τα τέσσερα μελέτια των Ποντίων, συχνά κοντραρισμένων μεταξύ τους, έβλεπα τους «επισήμους» να ξαμολάνε τρελίτσες στο πόπολο και δε μιλούσα φυσικά. Και να γιατί: Ήρθε και το μαύρο χάλι των συνόρων σε Ευζώνους και Γεύγελη, μια προσομοίωση της ράτζιας του Σιτάλκη στον Βαρδάρη και καθώς είχα οργώσει χωριά και ρημαγμένες πόλεις από τη σπίνα της Πίνδου έως τη Ροδόπη, δια της Μακεδονίας καθόλου, δεκάδες δηλαδή χωριά που μεταφέρθηκαν στη άσφαλτο, ρήμαζαν ως ανταρτόπληκτα, πάνω από εβδομήντα, που χώραγαν και εκατό χιλιάδες προσφυγιά, χώρια τα αδιάθετα στους μαχαλάδες των κωμοπόλεων, έβλεπα πως η χώρα, δίχως να λογαριάσω τα νοτίως των Κεραυνίων ορέων, είχαν τράτο από δύο έως πέντε κατοσταριές οικισμών παρατημένων με παραγωγικό χώρο, σε πλήρη εγκατάλειψη και πίστευα πως ΕΚΕΙ θα έστελναν τους πρόσφυγες κι όχι αλλού, όπως (κατά τα κιτάπια του ήξερα) το ίδιο έπρατταν από τον βαθύν μεσαίωνα όλοι οι προσωρινοί κάτοικοι πουέγιναν μόνιμοι.
Ταυτόχρονα, σε ιδιωτικές ράτζιες στο Ατήνοβο ή ταξιδεύοντας με ΚΤΕΛ Αθήνοβο – Σολούν, είχα μάτια να καμαρώνω τις αμέτρητες μαφίες, τις συμμορίες, το ξεπάτωμα των προσφύγων που του κρύβανε πίσω από χεσμένους καλλιτεχνί θάμνους την ώρα που οι πόλεις εκοιμούντο. Δεν πίστευα πως η χώρα ήταν τόσο ακάλυπτη, ώσπου φιλοτιμήθηκα και διάβασα ό,τι κυκλοφορούσε από ΟΗΕΔΕΣ και στρατόπεδα στην Κένυα, ύπατη Αρμοστεία και λεπτομερών πως στρατοπέδευαν πόσο κόστιζε και τι έκαναν οι ΜΚΟ γενικώς μιλώντας.
Είναι παγίδα επίσημη, καρντάσια, καθώς ήξερα ήδη (από συμμετοχή σε συσκέψεις «φορέων») πόσο σοβαρότερο ήταν το πρόβλημα σε μία ανέτοιμη χώρα. Διότι έζησα σε χωριά όταν δεχτήκαμε την Αλβανική μετοικεσία, την Βουλγάρικη παροδική στρατιά των δικαστών που έτρωγαν χελώνες άμαθοι από αγροτικές δουλειές και τις αμέτρητες φάρες των εκ Ρωσίας μεταφερμένων, τα στρατά του καθενός οργανωμένα από Γεωργία έως Τσετσενία και τα μοιραία Βαλκάνια όταν ήταν παιχνίδι να καλέσεις Βαλκάνιο υπουργό να έρθει στο πάρτι σου με ένα εκατοδόλαρο και μια κούτα τσιγάρα.
Όχι, δεν πήρα χαμπάρι την φρικτή συμπαιγνία με το 80% των ΜΚΟ να φέρεται όπως οι αλανιάρηδες έπαιρναν λεφτά για «βιομηχανίες» του νόμου 1262. Ήταν τόσο άσχετοι οι Συριζαίοι, «βόδια θεοτικά» κατά μακρυγιάννη και τόσο έμπειροι οι μακρόβιοι απατεώνες έμπειροι που ήταν μανούλες στις στημένες δημοπρασίες (και ήταν συνήθως συνέταιροι από τριών λογιών κόμματα) ώστε απορούσα που δεν έστηναν καταυλισμούς μέσα σε πτωχευμένους βιομηχανικούς περιβόλους και κελύφη.
Την μάκινα την σκέφτηκα έτσι, ώστε να γιομίζουν τα νησιά και να μη πηγαίνουν αλλού. Κι ακόμη έτσι είναι. Και οι περισσότεροι έχουν σχέση με ΜΚΟ, μια σχέση διαφορετική.
Πριν λήξω αυτό το άρθρο αποκρύπτοντας ένα μακαρόνι που βρισιές προς όλους και όλα, να ξέρετε ότι η εξαπάτηση αυτή μπορεί να αναφανεί σε μισόν αιώνα (παραμένω υπεραισιόδοξος) και πως η όποια φιλοξενία και παραμονή προσφύγων και μεταναστών, για να υπάρξει, χρειάζεται αδιαπραγμάτευτα τα εξής, που δεν τα βλέπω, μήτε εσείς θα τα δείτε.
Οι μαγκρεμπιάνοι χώρια από παστούν και δρόμους της μετάξης. Τα κοντά στη μικρασιατική ακτή νησιά να απογυμνωθούν από στρατόπεδα, χοτ ποιντ και τα ρέστα. Όσοι έρχονται εδώ, να μεταφέρονται ΑΜΕΣΩΣ με καράβια, μπαρκομπέστια και αποβατικά στο 30% της έρημης, ασυνάρτητης Ελλάδας με συγκεκριμένο έργο και δουλειά, ώσπου να φύγουν, εάν φύγους. Τα παιδιά, όλα τα παιδιά, στα τεράστια δήθεν φιλανθρωπικά ερείπια όπως το Παππάφι, με δασκάλους και με έλεγχο κωλόμπων αυστηρόν. Αυτοδιοίκηση προσφύγων. Εκμάθηση επαγγελμάτων. Διανομές υπολογιστών. Απόλυση του 90% των απασχολουμένων με το προφυγικό. Αβλεπί. Και ένα ειδικό δικαστήριο. Τα άλλα 100 ζητήματα είμαι σίγουρος πως θα έρθουν από μόνα τους.