Με την λεόντειο αποδοχή, εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, της συμφωνίας των Πρεσπών, η ελληνική Βουλή την αποδέχεται με συντριπτική πλειοψηφία. Σήμερα.
Τι απομένει; Κατά τη γνώμη μου, ένα δύσκολο «μεθαύριο» του ζητήματος. Διότι το αύριο, έχει μάλλον προσημανθεί. Η ελληνική πλευρά, που θεωρεί πως «απαλλάχτηκε» με δυο τζίφρες, ακολουθεί τις ανάλογες τζίφρες που εδώ και εξήντα χρόνια, υποτίθεται πως «έλυσαν» το Κυπριακό.
Παρακαλώ, διαβάστε τις απόψεις μου, που θα παρουσιάσω ατεχνώς:
Ένα σερβοβουλγαρικό ζήτημα που έγινε ελληνικό
Η Βουλγαρία, πρώτη αποσχίστηκε από το Πατριαρχείο και κατάφερε να αυτονομηθεί, νικώντας την Σερβία το 1885. Έκτοτε λειτουργούσε ως καθαρόαιμο αλυτρωτικό και επεκτατικό κράτος, όπως και η Ελλάδα ,νωρίτερα. Το επόμενο βήμα της ήταν η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας και αποπειράθηκε να επεκτείνει την επιρροή της σε οθωμανικά εδάφη, επικαλούμενη αρχαίες παραδόσεις και τον βουλγαρόφωνο πληθυσμό. Υπό ισχυρή συνδρομή της Ρωσίας, και έμμεσες συμπάθειες στις κεντρικές αυτοκρατορίες, δημιούργησε ένα σμήνος ενεργού αλυττρωτισμου στα νότια και στα δυτικά, βασισμένη σε φίλιους πληθυσμούς, επιδιώκοντας ένταξη στην Εξαρχία. Γρήγορα αναπτύχθηκε δραστηριότητα στην εκπαίδευση. Ο διεκδικούμενος χώρος, με την συνδρομή «απαραγράπτων εθνικών δικαίων» που υποστηρίχτηκε από εθνογραφικούς χάρτες και ενεργό διπλωματία, ήταν τα κεντρικά Βαλκάνια και η ζώνη της Ροδόπης με την Αδριανούπολη.
Καθώς η αυτονομία ως προάγγελος της ενσωμάτωσης ήταν πετυχημένος τρόπος διεύρυνσης της Βουλγαρίας, έως την αρχή του 20ου αιώνα, δημιουργήθηκε μια «βερχοβιστική» τάση (ενσωμάτωση) και μία «σαντραλιστική» (αυτονομία) που ενεργοποιήθηκε παράλληλα. Καθώς η «εχθρά» Σερβία προσδοκούσε από τους ίδιους πληθυσμούς εθνική επιρροή, η πολιτική του δάσκαλου από το Κιλκίς Γκότσε Ντέλτσεφ που ήταν καθαρά βουλγαρίζων, και άλλων επιδραστικών, όταν έσκασε τον Ιούλιο του 1903 το Ηλίν Ντεν, η εξέγερση σε βλαχικά και βουλγαρόφωνα εδάφη, δεν τον βρήκε στη ζωή, καθώς όταν ξέσπασαν τα αιματηρά συμβάντα των «γεμιτζήδων» της Θεσσαλονίκης, οι Οθωμανοί κατέστειλαν τις ενέργειες στρατιωτικά, και ο Ντέλτσεφ υπηρξε θύμα τους. Η Βουλγαρία έκτοτε άφησε το σαντραλιστικό σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και προχώρησε σε οργάνωση κομιτάτων σε όλα τα διεκδικούμενα εδάφη. Έως τότε, η Μακεδονία ήταν ένας καθαρά γεωγραφικός όρος, που οι Βούλγαροι θεωρούσαν βουλγαρικό, λογω της γλώσσας και του φρονήματος της πλειοψηφίας των κατοίκων στις επίδικες περιοχές. Έως το 1903/4 δεν διεκδικούνταν μη σλαβόφωνοι κάτοικοι ως Μακεδόνες, κάποιου αρχαίου έθνους. Αυτή η μάκινα, συντηρήθηκε έκτοτε από τους Σέρβους, φίλους και συμμάχους των Ελλήνων, που εχθρεύονταν τους Βουλγάρους επειδή κι εκείνοι πίεζαν τους Ρωμιούς της Ρωμυλίας και επεδίωκαν να εκβουλγαρίσουν το φρόνημα των Ρωμιών, που παρέμεναν πατριαρχικοί.
Έως την βουλγαρική Εξαρχία και την έντονη ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια, η Μακεδονία, ως όρος, ήταν σπαρμένη σε μία σαλάτα της εποχής του Vatel και σε μερικές αρχαΐζουσες παραπομπές των ιστορικών του Βυζαντίου.
Η τελευταία φορά που υπήρξε η Μακεδονία ως διοικητικός όρος, ήταν όταν είχε μεταναστεύσει προς την ζώνη του Έβρου και της Θράκης. Εξ ου και η δυναστεία των Μακεδόνων, τουτέστιν από τα προάστεια της Αδριανούπολης.
Η Αγγλία και η Γαλλία, είχαν ήδη βρει τις άκρες τους με την νέα Ελλάδα. Η Ρωσία και η Γερμανία, όχι. Αποτέλεσμα: η νέα Βουλγαρία και η Νέα Ελλάδα άρχισαν να έχουν διαταραγμένες σχέσεις.
Η αναζήτηση συμμάχων στα Βαλκάνια, από Αυστροουγγαρία, Ρωσία, Βρεττανία και Γαλλία, αργότερα από Γερμανία και Ιταλία, έπαιξε τον ρόλο της στην διαμόρφωση αλυτρωτισμού από Ελλάδα και Βουλγαρία. Αμφότερες οι χώρες ανακάλυψαν τους αυτοκράτορες και τους τσάρους τους, που ευρέως χρησιμοποιούσαν τον ενδιάμεσο χώρο, ως στίβο των πολέμων τους.
Οι τρεις χερσόνησοι
Από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που έχουν επαφή με την Μεσόγειο, και χωρίς να ιστορήσουμε τη διαχρονία τους, η Ιβηρική είναι καθολική, με μετρημένες μη ανεξάρτητες περιοχές (Βάσκοι , Καταλανοί) με μάλλον μουρμούρικες διεκδικήσεις τρίτων (Γιβραλτάρ, μαγκρεμπιανό τμήμα της Ισπανίας. Η Ιταλία παραμένει μονομπλόκ καθολική, παρά την ποικιλία των πληθυσμών της και με κάποια επιρροή στα βόρεια σύνορά της, κυρίως στην Ιταλοφωνία. Η Βαλκανική, τι ακριβώς είναι; Μετά απο βραχείες καταλήψεις στον εικοστό αιώνα, παραμένει κατακερματισμένη. Από την εποχή του Ιλλυρικού κι ώς τους Οθωμανούς, λίγοι μεγαλοϊδεατισμοί κυριάρχησαν, με τελευταία την «παραγωγή» μιας μείζονος Γιουγκοσλαβίας που εξέλιπε κι αυτή πριν τριάντα χρόνια. Αφήνοντας τα βόρεια του Δούναβη και την καθολική ζώνη (Κροατία, έως την Ουγγαρία) η Βαλκανική απέκτησε περισσότερα κράτη η κρατίδια, καθώς και πρωτόγνωρες επιρροές, από παντου, ως προς τις άλλες χερσονήσους.
Η συμφωνία της Πρέσπας
Πρόκειται για μια συνθήκη που προέκυψε από απόνερα και επιρροές της αναμέτρησης ΝΑΤΟ και Ρωσίας στην περιοχή. Η εμμονή «στο όνομα» των γειτόνων είναι λογική: απ΄όλους τους λαούς και τις μειονότητες των Βαλκανίων, οι άνθρωποι είναι οι μόνοι που υπέστησαν συστηματικό εθνωτικό ακρωτηριασμό και μεταβολισμό από τους Σέρβους. Είναι κράτος από την Κατοχή! Η γλώσσα, η υπηκοότητα, η ιθαγένειά τους, παρέμενε πάντοτε γιουγκοσλαβική ευθύνη. Και η ευθύνη αυτή κορυφώνονταν στο μέγα ζήτημα: δεν έπρεπε με τίποτε να βουλγαρίσουν. Οι ελληνικές «ευαισθησίες» περιορίζονταν και εμφανίζονταν ως καυγαδάκια κολλητών συμμάχων. Κι αυτά, όσο τα γύρω κράτη ήταν εν μέρει του «άλλου μπλοκ» ή έπαιζαν την φρεναπάτη των αδέσμευτων, πήγαινε κι ερχόταν. Αλλά τώρα, ολοι είναι στο ΝΑΤΟ, κι όσοι δεν είναι, θα ενταχθούν. Και εμάς μας πιάνει το παράπονο.
Τελικά, η Πρέσπα ήταν μια από τις καλύτερες ιδέες του 1880: χαρτιά ανεπίληπτα, απ΄αυτά που τα κράτη υπέγραφαν και έρριχναν στα τζάκια για προσάναμμα.
Kαι όμως, κινείται.
Χρωστάω μια εξομολόγηση εις εαυτόν. Είναι αληθές πως περιφρόνησα όσο λίγα ζητήματα την συμφωνία της Πρέσπας. Είναι αληθές πως κατάλαβα, από την αμερικανική και ευρωπαϊκή πίεση προς την χώρα μου, ότι δεν θα αργούσε η ώρα και η στιγμή που το σύνολο σχεδόν μιας ελληνικής Βουλής, θα υιοθετούσε την συμφωνία, παρά την αντίδραση, εδώ και κοντά τριάντα χρόνια. Αλλα είναι επίσης ακριβές πως θεωρώ το Κυπριακό ζήτημα, διδυμάκι του Μακεδονικού, ως προς την αντιμετώπισή του από την Ελληνικη πολιτεία. Για να καταλήξω πως αν οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 έδειξαν την ελληνική διπλωματική κατάντια, η συμφωνία των Πρεσπών είναι, κατά τη γνώμη μου μια κίνηση που ανακουφίζει το αύριο, αλλα κλείνει μεγάλες αναστατώσεις στο μεθαύριο.
Από το 1988, εκδίδω βιβλία, παρουσιάζω ραδιοφωνικες εκπομπές, δίνω διαλέξεις σε ποικίλα ακροατήρια και αρθρογραφώ για το ζήτημα σε βαθμό φλυαρίας. Έχω κερδίσει την δυσπιστία όλων, και τίτλους που δεν θέλησα, όπως του «μακεδονομάχου» και του «κολλημένου». Εξαρχής, θεώρησα το ζήτημα της ονομασίας προσχηματικό. Στηρίχτηκα στην πεποίθηση πως «το όνομα δεν είναι η ψυχή μας. Αλλά το φρόνημα, είναι».
Περιληπτικά, η άποψή μου, ήταν πως μπλεχτήκαμε, για αλλότριους λόγους, σε μια βουλγαροσερβική διαμάχη, καθώς μου ήταν σαφές πως Μακεδόνες έξω από την ιστορική Μακεδονία, δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν. Αλλά ο γεωγραφικός όρος «Μακεδονία» ήταν επινόηση συγκεκριμένων περιόδων που άνθισαν από την δεκαετία του 1880, ως διπλωματικά μοτίβα στο πλαίσιο της Βαλκανικής μοιρασιάς σε επιρροές και αλυτρωτισμούς. Έτσι, διατύπωσα ήδη από το 1993 την άποψη πως η χώρα μου θα μπορούσε να παραχωρήσει τη χρήση του ονόματος, αρκεί οι αιτούντες να μας το ζητούσαν! Και μάλιστα κοινοβούλια προς κοινοβούλιο, ώστε να υπάρξουν όροι και προδιαγραφές που θα καθόριζαν τα πολύπλοκα, ευαίσθητα σημεία.
Κάθε επίθετο στο «Μακεδονία», Βόρεια, Άνω, Νέα και τα ρέστα, ήταν ανιστόρητη και ολέθρια μακροπροθέσμως. Και οι γείτονες, με οποιοδήποτε άλλο όνομα, θα έμπαιναν στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε και όπου ήθελαν, χωρίς δικά μας βέτο και πίκρες.
Η ελληνική αριστερά, μετά το Μεγάλο Πόλεμο, είχε υιοθετήσει την ύπαρξη Μακεδονίας και Μακεδόνων. Και καθώς ο σωβινισμός παρέμενε οργανικός εχθρός της, ήταν βέβαιο πως μόνο τα δυσλεξικά εγγόνια τα περήφανα για τον αυτονομιστή παπούκα τους, ήταν το πιο κατάλληλο εργαλείο να υπογράψουν οτιδήποτε σχετικό.
Η ένταση Ελλάδας και Βουλγαρίας, κράτησε κάπου έναν αιώνα (1878-1974). Μετά, μέλι –γάλα, παρά το αίμα που χύθηκε εκατέρωθεν. Το να μονοιάσεις με «προαιώνιο εχθρό» δεν είναι λαμπρή εξαίρεση στην παγκόσμια ιστορία. Αλλά το να μη σε υπονομεύσει φίλη χώρα, δεν ήταν μήτε είναι ασυνήθιστο. Και εμάς, μας τη έφεραν οι φίλτατοι Σέρβοι.
Κανένα βαλκανικό κράτος η μόρφωμα, δεν απέφυγε διάστημα καχυποψίας και έχθρας με μόνιμους ή παροδικούς συμμάχους. Κι αυτό είναι εύλογο: οι κατά περιόδους επικρατούσες στα Βαλκάνια μεγάλες δυνάμεις ποτέ δεν αποθάρρυναν τις γκρίνιες μεταξύ υπόσπονδων συμμάχων, ώστε να είναι οι μόνοι διαιτητές των διαφορών μεταξύ τους. Μήτε η Βουλγαρία και τα ανατολικά βαλκάνια, μήτε η Αλβανία και τα δυτικά βαλκάνια, αισθάνονται άνετα με την Πρέσπα.
Μια ενδιαφέρουσα είδηση.
To Κοινοβούλιο της Βουλγαρίας επικύρωσε την Παρασκευή την αγορά οκτώ νέων αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 Lockheed Martin, συναινώντας σε μια ασυνήθιστη αύξηση του δημοσίου ελλείμματος για την παραγγελία αυτή, την πλέον δαπανηρή που έχει πραγματοποιήσει η Σόφια σε στρατιωτικό επίπεδο μετά το τέλος του κομμουνισμού.
Τα αεροσκάφη, που θα έχουν παραδοθεί έως το 2024, θα περιέλθουν στην κατοχή του βουλγαρικού κράτους αντί του συνολικού ποσού του 1,256 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Το σύνολο της πληρωμής αναμένεται να καταβληθεί πριν από τον Σεπτέμβριο, καθώς το Κοινοβούλιο αναθεώρησε τον προϋπολογισμό του 2019, αυξάνοντας το δημόσιο έλλειμμα από 0,5% στο 2,1%.
Οχτώ μαχητικά, κι ας μη έχουν όλα τα πυραυλάκια, είναι μια χαρά για να αναλάβουν το FIR Σκοπίων, για να έχουν άκριες στην βουλγαροφοβική «Βόρεια Μακεδονία». Τίποτε άλλο. Σκεφτείτε πλαγίως να δείτε το φως σας, ευκολόπιστοι, χοντροκέφαλοι διαφημιστές των δήθεν κόπων σας, φτωχαδάκια με παπιγιόν και λεφτάδες σε τσαντίρια, φαντασμένοι, ξυπόλητοι και λαμπτοφορεμένοι.
Για τους συμμάχους και εταίρους μας τα Βαλκάνια είναι μια περιοχή όπου κάθε συμφωνία μεταξύ των κρατών τους, αποτελεί βολικό στάδιο επιρροής, που εμένα μου θυμίζει την δημιουργία «γραμμών Άλλενμπι» στην Μέση Ανατολή και στον Αραβικό κόσμο. Δείτε το κι έτσι, απομακρύνοντας την φενάκη των «εθνικών δικαίων» και των αλυτρωτισμών. Φαίνεται βολική, αλλά τα Βαλκάνια θα κληθούν να συνασπιστούν, όπως οι Άραβες, σε ενέργειες και προσανατολισμούς που δεν διανοήθηκαν να ξεκινήσουν, καθώς τα σύνορα θα μοιάζουν όχι με Ένταμ, ή Μπρι, αλλά με Έμενταλ όπου δεν θα έχουμε πρόσβαση στις τρύπες του.