Η ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ

Ατυπική εισαγωγή

Η ασπρόμαυρη ελληνική ταινία παρέμεινε ένα νοσταλγικό σιγουράκι ενώ οι αντίστοιχες ξένες ήταν το πολύ για ταινιοθήκες. Ακόμη και σήμερα, τουλάχιστον μισόν αιώνα από την κυριαρχία του έγχρωμου φιλμ, πλήθος ταινιών απολύτως λησμονητέων, απασχολούν όχι τους σινεφίλ, αλλά τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους.

Οι έγχρωμες εντόπιες «υπερπαραγωγές» άντεξαν αρκετά ώσπου να βυθιστούν από την ολότελα διαφορετική τηλεοπτική καλαμποκομηχανή, που της ήταν αρκετό να μη χρησιμοποιεί καλαμποκόφυλλο και να τη βγάζει με τα κότσαλα. Μερικά στερεότυπα της δράσης (η επιτηδευμένη αμάθεια των υπηρετριών, το πεταχτό βήμα της κωλοσούσας όταν οι ηρωίδες άνοιγαν μια πόρτα, ένας έμφυτος ρατσισμός, η ομαδική καταγγελία των ποετάστρων και των «αφηρημένων» ζωγράφων με το μπερεδάκι) διασκέδαζαν τα χείλη των ασεβών, με τρανταχτή ταξική γελοιοποίηση. Φυσικά, ο ΝΕΚ, ανέλαβε την διαχείριση της «7ης τέχνης».

Και τώρα, τι;

Η ανακύκλωση του αποθέτη των κινούμενων εικόνων του MEGA, θα ξαναφέρει την άσκοπη νοσταλγία, ώσπου τουλάχιστον να συμπεριληφθούν οι άδοξες βιντεοταινίες της ογδοντίλας που λέρωσαν τα γηρατειά των ενδόξων ηθοποιών της σιξτίλας.

Διαχρονικά, οι Έλληνες επιθυμούν να απολαμβάνουν τις σκεπτομορφές τους στο πάλκο και στο εκράν. Το σεναριακό ύφος ακμάζει όταν ακολουθεί την μοίρα του σαραντάρη που επιστρέφει στην γενέτειρα για να κουτουπώσει την εφηβική του ονείρωξη. Πολιτικό σινεμά υπάρχει μόνον όταν υπακούει σε κάτι αριστερό που διδάσκει ένα ήθος εσωτερικής λεβεντιάς, ενώ «δεξιό» σινεμά, αν εξαιρέσουμε τον Τζέημς Πάρις, δεν χρειάζεται έξτρα εξηγήσεις, όταν το βάρος της ηθογραφικής κωμωδίας έφερνε λεφτά, όταν ο δημιουργός του έγραφε και άρθρα στον «Ελεύθερο Κόσμο» ή τα χορευτικά συμπλέγματα και πολλές σειρές, έβγαιναν από το μπρίο ανθρώπου που κατέθεσε στεφάνι υπέρ του Έθνους ανήκοντας στην νεολαία της τελευταίας κατοχικής κυβέρνησης εν εξορία.

Πέραν της αθυμίας

Σέβομαι τις εξαιρέσεις, αλλά σινεμά, τραγούδι και λογοτεχνία, παρέμειναν στα χέρια και στην οπτική μιας κρύφιας πολιτικής σκέψης, ενώ αυτοί που μπορούσαν και ήθελαν κάτι παραπάνω, το έδειχναν με την ιδιότυπη, παραπεμπτική σε ένα «αίσθημα ποιοτικής ήττας», μανιέρα. Ο μεγάλος όγκος της παραγωγής, ήταν συνειδητά απολίτικος, άντε και ηθικοπλαστικός.

Αυτός που ασχολήθηκε κατ΄ελάχιστον με την τηλεοραση, με λίγα μέσα και ακαθόριστες οικονομικές πηγές, γνωρίζει άριστα την σημασία της «κονσέρβας» και την πολύτιμη ζωντανή παρουσία στο γυαλί και του καντιποτένιου φλύαρου. Επομένως, υπάρχει και μια χειροποίητη εκδοχή του μέσου. Αλλά προσοχή: αν υπήρχε τρόπος μια «Νούλα TV» να δείξει μια εμπορική ταινιάρα, δεν προδικάζεται πως θα αποκτήσει θεατές και υποστηρικτές.

Τεφαρίκι για σορτάκηδες

Ο Μύθος μετράει, η κατάθεση διαρκούς κεφαλαίου και η μίξη συνεργατών που θα ερεθίσει τους δείκτες τηλεθέασης. Κι αυτό, ο αποθέτης του MEGA είναι όντως τεφαρίκι και το απέδειξε έως την τελευταία ανάσα του, πριν κλείσει οριστικά. Γενικά, κλείνοντας μια επιχείρηση την πληρώνει το ανθρώπινο δυναμικό του. Το φλανφλάν περνάει στους κληρονόμους που την ορέγονται.

Αυτά περνάνε σε άλλο πεδίο. Με την φύση, το περιβάλλον της χώρας και τα τσακαλάκια τεχνικούς που καταφέρνουν να βγάζουν παπάδες αυτενεργώντας, η κομπραδόρικη φύση αυτών που θα λάβουν μέρος στην δημοπρασία, αφήνει πολύ «σάρκας γύμνωμα» στις προθέσις τους. Από τα ερείπια του πολυθρύλητου «τρίτου κόσμου» που είχανε την οίηση να πιστεύουν πως είναι οι ανδρείοι της ηδονής, η ίδρυση στούντιο παραγωγής με φυσικά ντεκόρ  θα προκαλούσε κύμα παραγωγών, και απόδειξη η Μπογιάνα που σήμερα βγάζει αβέρτα δευτεράντζες με τρανταχτά ονόματα που επιβιώνουν μετά την σύνταξη, χάρη στην αγορά της και στην μετονομασία της ως NU. 

Νησιά, βουνά και υγρότοποι της Ελλάδας, θα μπορούσαν να καλύψουν πραγματικές ανάγκες της βιομηχανίας αυτής. Αλλά δεν υπάρχει βασίλισσα σε αυτήν την δραπέτισσα κυψέλη και υπάρχουν μονον τοπία κατ΄αποκοπήν που μας κάνουν περήφανους, μη γαμήσω.  Επί δεκαετίες, το φυσικό ντεκόρ, τώρα που τα εξωτερικά πλάνα είναι μάλλον απλανής υποχρέωση (ρίξτε το βλέμμα στις Νετφλιξιές) απαιτεί μερικά στρέμματα επινοημένης ιστορικής υπαίθρου και τέρμα.

Άρα;

Αλλά οι «επενδυτές» των υπό αφάνεια νέων καναλιών δεν επιθυμούν παρά μόνον τηλεθέαση, αποκτημένη με τα σκουριασμένα πλέον σώματα των κάποτε ωραίων και υγιών θαμπωμένων χαρακτήρων. Αλλά δεν σκοπεύουν να επενδύσουν. Από τους τέσσερις ταϊκούνους που θα ζητήσουν μερτικό του αρχείου MEGA, μόνον έναν γνώρισα, κι αυτόν πριν την Επιφάνειά του και για ώρες λάμπρυνε την τότε παρέα, με την ανέκφραστη και ξεθωριασμένη μούγκα του.

Θα μου πείτε πως παλιά λεφτά δεν υπάρχουν ή δεν διατίθενται, ενώ οι πηγές χρηματοδότησης είναι πλέον φραγμένες από πεποίθηση κι όχι από ζόρια. Γι΄αυτό και η δημοπρασία, όποτε κι αν γίνει, απλώς θα φράξει κι άλλη μια θυρίδα απ΄αυτές που χρειαζόμαστε μπας και ξεμπλέξουμε από την κακομοιριά.

Το να υπάρχεις, είναι εντέλει μεγάλη Τέχνη.