Ο εγωισμός του

H κυρία στο σινεμά κάθεται μπροστά μου και μια θέση πιο αριστερά. Είναι εξηντακάτι ή τόσο την κάνω εγώ. Μιλάει στο κινητό της ενώ κρατά μπροστά στο στόμα της ένα χαρτομάντιλο. Μιλά όσο ακόμη τα φώτα είναι ανοιχτά. Μιλά στις διαφημίσεις. Μιλά στα τρέιλερ, αυτά που νεότερες γενιές δεν έμαθαν ποτέ ότι κάποτε τα ‘λεγαν προσεχώς. Μιλά όταν τελειώνουν τα τρέιλερ και πέφτουν τα λογότυπα των εταιριών παραγωγής της ταινίας. Μιλά όταν η ταινία αρχίζει. Συνεχίζει να μιλά. Σκύβω μπροστά της και με κολλημένο σχεδόν το πρόσωπο και αγριεμένη φωνή της λέω: «Θα κλείσετε το τηλέφωνο; Με ενοχλείτε». Μάλλον τρομάζει. Μάλλον τρομάζω λίγο κι εγώ. Δεν έχω μάθει να διαμαρτύρομαι όταν με ενοχλούν. Δεν έχω μάθει να λέω στον άλλο ότι με ενοχλεί. Έχω μάθει να υπομένω. Δεν έχω μάθει να συγκρούομαι. Και να του την κάνω αν είναι μετά, όχι συγκρουσιακά, αλλά υπόγεια, ύπουλα, όχι κατά μέτωπο, αλλά από παραδρόμους.

Είμαι πεζός και περιμένω στο φανάρι κεντρικού δρόμου. Είναι κόκκινο, τα αυτοκίνητα είναι ημιμποτιλιαρισμένα, μηχανάκια προσπαθούν να περάσουν ανάμεσά τους. Από το απέναντι πεζοδρόμιο μια γυναίκα (στην ηλικία μου ή τόσο την κάνω εγώ) περνά το κόκκινο με αργό, αρχοντικό βήμα, ανάμεσα στα ημιμποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα και τα διεμβολίζοντα μηχανάκια. Μιλάει στο δικό της κινητό. Την ακούω να φωνάζει αγανακτισμένη: «Ο εγωισμός αυτού του ανθρώπου! Ο εγωισμός του!». Δεν κολλάω το πρόσωπό μου στο δικό της. Δεν της επισημαίνω την όποια αντίφαση. Δεν ενοχλεί εμένα άλλωστε το δικό της εγώ που περνά με κόκκινο σε γεμάτο δρόμο, την ίδια ώρα που την πνίγει το δίκιο για το εγώ κάποιου άλλου. Προχωράμε. Αυτή στο δρόμο της, εγώ στο δικό μου.

Επιστροφή στο σινεμά της πρώτης παραγράφου. Η ταινία έχει μπει στην τελική της ευθεία. Τριαντάρης (ή τόσο τον κάνω εγώ) μερικές σειρές πιο μπροστά ανοίγει το κινητό του που έχει μέγεθος μικρού αστρόπλοιου. Ανοίγει το φέισμπουκ. Κοιτά τα μηνύματα. Δεν του φτάνει. Θέλει να δει και τι παίζει στο τάιμ λάιν του. Σκρολάρει, σκρολάρει, σκρολάρει. Η ηρωίδα στην μεγάλη οθόνη κυνηγιέται με τη σωσία της – σκιά της. Στην ελάχιστα μικρότερη οθόνη του κινητού του ο θεατής κυνηγά τις δικές του σκιές. Στα αρχίδια του αν ενοχλεί τους άλλους. Στα αρχίδια του οι άλλοι. Εκείνος δεν είναι οι άλλοι. Εκείνος είναι εκείνος. Εκείνος αυτό που θέλει να κάνει το κάνει.

Τριάντα δυο χρόνια πριν την θλιβερή της καρικατούρα Τερίζα Μέι, η σιδηρά κυρία Μάργκαρετ Θάτσερ, σωστά το είχε πει σε συνέντευξή της το 1987: «Δεν υπάρχει αυτό που λένε κοινωνία. Υπάρχουν μεμονωμένοι άντρες, μεμονωμένες γυναίκες και οικογένειες».  Αν δεν υπάρχει κοινωνία, δεν υπάρχουν κι αντικοινωνικές συμπεριφορές. Το ότι μοιραζόμαστε την ίδια κινηματογραφική αίθουσα δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι θα υπακούσω σε οποιονδήποτε κανόνα συνύπαρξης μέσα σε αυτήν από μόνος μου, από δική μου βούληση, από δική μου ευαισθησία. Το ότι μοιραζόμαστε τον ίδιο δρόμο και τον ίδιο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι θα υπακούσω σε οποιονδήποτε κανόνα συνύπαρξης, από μόνος μου, από δική μου βούληση, από δική μου ευαισθησία.

Φώναξε μου και βρίσε με στο σινεμά και ίσως σταματήσω, ίσως πάλι όχι, ίσως πλακωθούμε να βγάλουμε λίγο θυμό από μέσα μας. Ειδάλλως γιατί να μην κάνω ό,τι θέλω; Ποιος είσαι εσύ που θα με εμποδίσεις να κάνω ό,τι θέλω εγώ; Θα μιλάω, θα φωτίζω, θα ό,τι. Ψόφα. μαλάκα. Ψόφα. Αν ήσουν ισχυρός θα με εμπόδιζες εξ αρχής. Είσαι σαν εμένα, ένα τίποτα σαν εμένα, για αυτό ψοφούλι, μιλάω, σκρολάρω, ό,τι καυλώνω κάνω, είμαι μεμονωμένο άτομο, όποιου του αρέσει η κοινωνία να την πάρει σπίτι του ή να πάει στη Βόρεια Κορέα και σε άλλα ανελεύθερα καθεστώτα. Κι όσο για το δρόμο. φυσικά θα το σεβαστώ το κόκκινο αν έρχονται αυτοκίνητα με χίλια. Θα σεβαστώ τη δύναμή τους, την δυνατότητα που έχουν να με πατήσουν και να με κάνουν χαλκομανία. Αν όχι, γιατί να σκεφτώ ότι περνώντας θα εμποδίσω τα σταματημένα αυτοκίνητα να κάνουν τα λίγα μέτρα πιο μπροστά, μπας και ξεμπλοκάρει ο δρόμος; Θα περάσω και θα φωνάζω απηυδησμένα για τον εγωισμό αυτού του ανθρώπου. Του άλλου. Του μεμονωμένου.