Η παιδική συμμορία στην οποία ανήκα, ήταν καμιά δεκαριά ομόσταυλοι, που συγκεντρώναμε, βαριά-βαριά, συνολικά ογδόντα χρόνια ζωής. Οι δέκα έφηβοι με τους οποίους είχα νταραβέρια, έφταναν ομού τον ενάμιση αιώνα. Η σούμα της επαίσχυντης δεκαετίας του εβδομήντα, συγκέντρωνε τρεις αιώνες. Σήμερα, και εάν υποτεθεί πως τριγυρίζομαι από δέκα γνωστούς και φίλους, τους ξεπεράσαμε τους επτά αιώνες. Η ποιητική γενιά του ’70, ήταν μεσοσταθμικώς εικοσάρηδες. Τώρα, τέρμα τα δίφραγκα. Οι αιώνες μειώνονται, λόγω καρκίνων, ανευρυσμάτων, εμβολών και διαφόρων καταντημάτων του υπερεγώ. Ο έσχατος των μελλοντικών ζώντων, θα φλερτάρει τον έναν αιώνα. Back to reality.
Mε την ευκαιρία της αξιοθρήνητης αυτής λογαριαστικής, προσπάθησα να ερμηνεύσω το διαχρονικό ντίρι ντίρι που πιάνει τους γέροντες όταν μεμψιμοιρούν για τη άχαρη και άψητη νεολαία. Ξέρετε- άλλη πχοιότητα ζωής, άλλο ήθος, άλλα κριτήρια, ενώ σήμερα όλα μοιάζουν επιπόλαια και αδόκιμα. Μαλακίες δηλαδή. Με τα χρόνια, προσθέτεις και λίγο μυαλό, αλλά χάνεις περισσότερο. Και το μόνο ατίμητο πετράδι που υπάρχει και το χαίρεσαι, είναι η βούβα και τα άηχα εκφραστικά σχόλια, όταν περισσεύει γύρω σου η πανομοιότυπη έπαρση της ζωής. Οι Θρακιώτες έλεγαν «αγιού!». Οι Πόντιοι «μώσε!», οι βλάχοι απέρριπταν με τα μάτια, οι ντόπιοι σάρκαζαν με το μαγικό εισαγωγικό «άμπε».
Οι νεκροί, πανταχού παρόντες, οι φίλοι που απόμειναν πολύτιμοι. Ο αφανής βίος ευτυχία. Αρκεί να μην τρίζεις τα δόντια και να ανέχεσαι την πιτσιρικαρία, όσο τουλάχιστον μας ανέχονταν οι παλαιοί.
Leave a Reply