Από την Καρχηδόνα στο Καμερούν

Οι Καρχηδόνιοι δεν είχαν βασιλιάδες, αλλά ηγεμόνες, suphet, από μεγάλες οικογένειες. Δυό ηγεμόνες, ο Άννων και ο Ιμίλκων, βγήκαν από τις Ηράκλειες στήλες και ο ένας αποίκισε μέρος της Αφρικής, ο άλλος ταξίδεψε βόρεια, έως τις βρεταννικές νήσους και πέρα. Του Άννωνα η έκθεση, του 5ου αιώνα π.Χ., ήταν γραμμένη σε στήλη στον ναό του Κρόνου. Μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας, ένας Έλληνας μετέφρασε τη στήλη. Γνώση του Άννωνος είχε και ο Ηρόδοτος.

Το κείμενο:

Οι Καρχηδόνιοι ανέθεσαν στον Άννωνα να πλεύσει πέρα από τις Στήλες του Ηρακλέους και να χτίσει πόλεις για τους Φοίνικες που ζούσαν στην Λιβύη. Ξεκίνησε το ταξίδι του με εξήντα πεντηκοντόρους, με συνολικό πλήθος ανδρών και γυναικών που έφταναν τις τριάντα χιλιάδες άτομα, με τρόφιμα και ολόκληρη την υπόλοιπη προπαρασκευή.

Ανοιχτήκαμε στο πέλαγος, περάσαμε τις Στήλες και παραπλεύσαμε έξω από αυτές επί δύο ημέρες. Εκεί, χτίσαμε την  πρώτη πόλη, που ονομάσαμε Θυμιατήριο. Γύρω της υπήρχε μεγάλη πεδιάδα. Μετά, στραφήκαμε δυτικά και καταλήξαμε στο δασώδες ακρωτήριο της Λιβύης τον Σολόεντα. Εκεί, ιδρύσαμε ιερό του Ποσειδώνα και μετά στραφήκαμε ανατολικά, μισής μέρας πλεύση, ώσπου φτάσαμε σε λίμνη που δεν απείχε πολύ από την θάλασσα, και είχε άφθονο και πυκνό καλάμι. Υπήρχαν ελέφαντες και έβοσκαν πάρα πολλά θηρία. Ακολουθήσαμε την λίμνη πλέοντας μία ολόκληρη ημέρα και προς το μέρος της θάλασσας εποικίσαμε πόλεις που ονομάσαμε Καρικό Τείχος, Γύττη, Άκρα, Μέλιττα και Άραμβυ.

 Από εκεί, αρμενίσαμε και φτάσαμε σε μεγάλο ποτάμι, τον Λίξο, που ερχόταν από την Λιβύη. Στις όχθες του έβοσκαν τα κοπάδια τους οι Λιξίτες, άνθρωποι νομάδες. Μείναμε κοντά τους ένα διάστημα και γίναμε φίλοι.Ψηλότερα από τα μέρη τους κατοικούσαν Αιθίοπες, αφιλόξενοι, σε μια περιοχή γεμάτη άγρια θηρία, μέσα σε μεγάλα βουνά, από όπου έρρεε ο Λίξος.

Γύρω σε αυτά τα βουνά κατοικούν άνθρωποι με διαφορετικές φυσιογνωμίες, οι Τρωγλοδύτες. Οι Λιξίτες έλεγαν γι’ αυτούς ότι τρέχουν ταχύτερα κι από τα άλογα. Αφού πήραμε διερμηνείς (από τους Λιξίτες) παραπλεύσαμε έρημη ακτή προς νότο επί δύο ημέρες, κι έπειτα άλλη μία προς την ανατολή.

Εδώ βρήκαμε στον μυχό ενός κόλπου ένα μικρό νησί, με περίμετρο πέντε σταδίων, που την αποικίσαμε και την ονομάσαμε Κέρνη. Συμπεράναμε ότι βρισκόταν στην ίδια παράλληλο με την Καρχηδόνα,αφού το ταξίδι  από την Καρχηδόνα έως τις Στήλες κράτησε όσο και το ταξίδι από τις Στήλες προς την Κέρνη.

Από εκεί, αναπλέοντας έναν μεγάλο ποταμό [που τον έλεγαν] Χρέτη, φτάσαμε σε μία λίμνη που είχε τρία νησιά μεγαλύτερα από την Κέρνη. Από αυτά ξεκινώντας, πλεύσαμε μια ολόκληρη ημέρα και φτάσαμε στον εσωτερικό μυχό της λίμνης. Από πάνω του υψώνονταν μεγάλα βουνά, γεμάτα από αγριανθρώπους που φορούσαν δέρματα αγρίων ζώων. Μας επιτέθηκαν ρίχνοντάς μας πέτρες και δεν μας άφησαν να αποβιβαστούμε. Από εκεί, πλεύσαμε έως την εκβολή ενός άλλου ποταμού,που ήταν μεγάλος και πλατύς, γεμάτος κροκοδείλους και ιπποποτάμους. Κι από κεί, επιστρέψαμε πίσω στην Κέρνη.

Μετά, πλεύσαμε προς νότο επί δώδεκα ημέρες, ερευνώντας και την στεριά, που ολόκληρη ήταν κατοικημένη από Αιθίοπες που μας απέφευγαν και δεν ερχόταν σε επαφή μαζί μας. Μιλούσαν με τρόπο ακατάληπτο, ακόμη και για τους Λιξίτες που είχαμε μαζί μας. Την τελευταία μέρα,αποβιβαστήκαμε σε περιοχή με βουνά και μεγάλα δάση.Τα δέντρα μοσχοβολούσαν και υπήρχε μεγάλη ποικιλία από αυτά.

Επί δύο ημέρες παραπλέαμε την περιοχή  ώσπου φτάσαμε σε ένα θαλασσινόν κόλπο πολύ βαθύ, όπου οι εκατέρωθεν ακτές της στεριάς ήταν πεδινές. Μέσα στο βράδυ βλέπαμε φωτιές να εμφανίζονται από παντού, σε κάποια διαστήματα μεταξύ τους, φωτιές μεγάλες και μικρές. Πήραμε νερό και προχωρήσαμε περισσότερο, επί πέντε ημέρες, δίπλα στην ακτή,ώσπου φτάσαμε σε μεγάλο κόλπο, που οι διερμηνείς μας τον ονόμασαν Εσπέρου Κέρας.

Στον κόλπο υπήρχε ένα μεγάλο νησί,που επάνω του υπήρχε μια λίμνη με θαλασσινό νερό και μέσα στην  λίμνη άλλο νησί. Σ΄αυτό το τελευταίο αράξαμε και ενώ την ημέρα δεν βλέπαμε παρά το δάσος, το βράδυ υπηρχαν πολλές φωτιές και ακούγαμε ήχους από αυλούς,κρότους από κύμβαλα και τύμπανα και φωνές πάρα πολλών ανθρώπων.Μας έπιασε φόβος και οι μάντεις μας πρόσταξαν να εγκαταλείψουμε το νησί.

Γρήγορα φύγαμε και πλησιάσαμε μια περιοχή φλογισμένη,γεμάτη βαρειές μυρωδιές, κι από αυτήν, πυρωμένα ρυάκια κατέληγαν στη θάλασσα.Η γη έκαιγε τόσο ,ώστε ήταν άβατη. Φοβηθήκαμε και γρήγορα φύγαμε από εκεί.

Πλέαμε επί τέσσερις ημέρες, και βλέπαμε τη στεριά γεμάτη φλόγες τα βράδια.Και στη μέση υπήρχε μια μεγάλη φωτιά, σαν να έβγαινε από τον ήλιο,μεγαλύτερη από τις άλλες,που άγγιζε, έτσι μας φαίνονταν, τα αστέρια. Στη διάρκεια της ημέρας, αυτό έδειχνε σαν πελώριο βουνό,που είχε το όνομα Όχημα των Θεών.

 Επί τρεις ημέρες πλέαμε δίπλα σε διάπυρα ρυάκια,και φτάσαμε σε ένα κόλπο που τον έλεγαν Νότου Κέρας.Και στον μυχό του υπήρχε νησί που έμοιαζε με το πρώτο,που είχε επίσης μια λίμνη, και ένα νησί στη  λίμνη, γεμάτο άγριους ανθρώπους.

Οι περισσότεροι ήταν γυναίκες, πολύ τριχωτές στα σώματα, που οι διερμηνείς τις έλεγαν Γορίλλες. Τους καταδιώξαμε, αλλά δεν μπορέσαμε να συλλάβουμε άνδρες. Ξέφυγαν όλοι,έχοντας ευχέρεια να σκαρφαλώνουν στους γκρεμούς και πολεμώντας με πέτρες. Πιάσαμε πάντως τρεις γυναίκες που δεν ήθελαν να ακολουθήσουν αυτούς που τις έπιασαν. Τους δάγκωναν και τους κατασπάραζαν. Τις σκοτώσαμε, τις γδάραμε και φέραμε τις δορές τους στην Καρχηδόνα. Δεν πλεύσαμε παραπέρα, επειδή μας τέλειωναν τα εφόδια.

 

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *