Ο Παναγιώτης Τσακίρογλου γεννήθηκε στις άνω συνοικίες της κώμης Μεγάλη Παναγία της Χαλκιδικής χερσονήσου στις 11 Ιουλίου 1992 ενώ οι ουρανοί του Σικάγο και του LA διεταράσσοντο υπο εκπάγλου τέχνης πυροτεχνημάτων και τα νησια της Καραϊβικής είχαν ήδη ανακηρυχθεί «παγκόσμιος πολιτιστική πρωτεύουσα» με τουλαχιστον τέσσερις χιλιάδες μπάντες ντυμένες με σατέν και τσόχινες φανταχτερές στολές να ιδρωκοπάνε οι μουσικοί τους στους δρόμους του Κίνγκστον και των Βερμούδων παίζοντας εθνικώς καλυψο και ρέγκε. Ο κόσμος εόρταζε πεντακόσια χρόνια από την ανακάλυψη της Αμερικής.
Στη Μεγάλη Παναγία κανένας δεν εόρταζε τέτοια πράματα. Ήρθαν μόνο μερικά γράμματα από μετανάστες: Φέτο αγαπημένε μου θείε μάλλον δεν θα έρθουμε στο χωριό διότι ανέβηκαν πολύ οι δουλειές πουλάμε διακόσια στέκια ημερησίως τρελάθηκαν οι αμερικανοί και έχουμε πλέον την οικονομική άνεsh.
Άνεση, αλλά πνευματική, αισθάνονταν και οι ελάχιστοι εκείνοι λόγιοι που, μια χούφτα πλέον, υπέγραφαν χρονολογίες όχι από γεννήσεως Κυρίου αλλά από κτίσεως κόσμου, κι αυτό διότι το 1992 συνέπιπτε με το έτος 7500, κι έτσι μ’ ένα ζφ΄ ξεμπέρδευαν.
Ο μικρός Παναγιώτης πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μεγάλη Παναγία, όπου ο πατέρας του διατηρούσε θερμοκήπια με λαχανάκια Βρυξελλών από τότε που είχε ξεπουλήσει τα αιγοπρόβατά του εξαιτίας της καταναλωτικής απραγίας που ακολούθησε το επεισόδιο του Τσερνόμπιλ, ενώ παράλληλα με τα λαχανάκια είχε συνεταιριστεί με αρκετούς στο χωριό και στην έξοδο της ασφάλτου προς την Αρναία είχαν ιδρύσει, όπως και τα περισσότερα χωριά με χρήματα της ΕΟΚ, τα λεγόμενα ΣΕΑ (σουπερμάρκετ εκτάκτων αναγκών).
Τα σουπερμάρκετ αυτά άνοιγαν αυτόματα σε όλη την Ελλάδα μόλις τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ήταν γραμμένα με μικρό αριθμό γραμμάτων και τεράστιο εντούτοις μέγεθος. Οι κάτοικοι τότε, που από καιρό τους είχαν τελειώσει τα χρήματα πήγαιναν πανικόβλητοι να ψωνίσουν τρόφιμα (κυρίως γάλα εβαπορέ αλλά και φυστικοβούτυρο, παιδικές πάνες αλλά και μορταδέλλες) πουλώντας πολυθρόνες, βιβλία, πίνακες ασημικά, ρούχα. Επειδή όπως καταλαβαίνετε δεν επαρκούσε ο χώρος μέσα στις πόλεις, χτίστηκαν στις ερημιές τεράστια σουπερμάρκετ, όπου ο χώρος αγοράς προϊόντων ήταν κανονικός αλλά ο χώρος του ταμείου ήταν εικοσαπλάσιος των παλαιών.
Τρομερό θέαμα: έδινες μια πολυθρόνα για μια κούτα εβαπορέ και η ταμίας σου επέστρεφε ως ρέστα τρία μαξιλάρια και μία λάμπα θυέλλης. Στις αχανείς εκτάσεις αυτού του συνεταιριστικού σουπερμάρκετ της Mεγάλης Παναγίας, ο μικρός Παναγιώτης πήρε τις πρώτες βάσεις για την εδραίωση της μετέπειτα σταδιοδρομίας του, μαθαίνοντας να εκτιμάει την αξία των πραγμάτων ανάλογα με το μέγεθος και ιδίως ανάλογα με τη βρωσιμότητά τους.
Εκείνα τα χρόνια, προς το τέλος του εικοστού αιώνα, ο φόβος και ο τρόμος των γονιών ήταν μήπως τα παιδάκια του πάνε στο σχολείο. Τα ξέρετε ήδη, τι να σας τα λέω. Παρά τη γονική προσήλωση, κανενός του μυαλό δεν μπορούσε να χωρέσει ότι επί δώδεκα και περισσότερα χρόνια θα ήταν δυνατό να τρέφεται ένα στόμα με πολυθρόνες και ανθοδοχεία και στυπόχαρτα. Η παιδεία έτσι έγινε για τους ολίγους και παρ’ όλο που θα περίμενε κάποιος τουλάχιστον μια άνεση στους διδακτικούς χώρους, ούτε κι αυτό ήταν εφικτό, διότι υπήρχαν δυστυχώς και εδώ δίδακτρα εις είδος και οι άδειες από ανθρώπους αίθουσες ήταν τίγκα στο έπιπλο και στο μπρικαμπράκ.
Ο μικρός Παναγιώτης λοιπόν, μιαν αυγή του 2001, πήρε τελετουργικώς από τη μάνα του μια κονσέρβα τόνο και βιταμίνες ασβεστίου και με το ραβδί στην πλάτη κίνησε να κάνει την τύχη του, όπως έπρατταν κάθε χρόνο δυόμιση εκατομύρια ευρωπαιόπουλα ηλικίας οκτώ έως έντεκα ετών. Τότε, αρχές του εικοστού πρώτου αιώνος, η βιωσιμότης αυτών των μεσαιωνικού τύπου μεταναστευτικών κινήσεων ήταν του στυλ δυο στους τρεις επιζούν. Ο Τσακίρογλου ήταν ένας από αυτούς. Πριν καταλήξει εδώ στην αγαπημένη μας πόλη, περιόδευσε επί οκταετίαν, κάμνων διάφορα επαγγέλματα, στο Ντουμπρόβνικ, όπου μετρουσε μπεκερέλ σε γαλακτοβιομηχανία, στο Μπάρι, όπου έκοβε γρασίδι και το έπλενε χωρίς προστατευτική στολή, στην Βαρκελώνη, όπου έκανε το ίδιο με προστατευτική στολή, στο Μπορντώ, όπου επαγγέλετο με επιτυχία τον νεκροθάφτη, στο Βούπερταλ, όπου προσλαμβάνεται ως ιεροψάλτης στην ελληνική ορθόδοξη κοινότητα και τέλος στο Μπράιτον, όπου κατατάσσεται στην 9η αποικιακή μεραρχία και πολεμάει τους Αργεντίνους στην τετάρτη κατάληψη των Φόκλαντς.
Εκπάγλου ωραιότητος δεκαοκτάχρονος μετέφηβος, έρχεται στην πόλη μας να χαρεί τα πλούτη του συνταξιούχος, περιμένοντας τον θάνατό του στα ελάχιστα ρεμ της ατμοσφαίρας μας, όπως και τόσοι άλλοι Μακεδόνες και παντοίοι απόδημοι απ’ όλην την Ευρώπη. Ήδη το Τιμπουκτού μας, είναι η πέμπτη πόλη σε πληθυσμό στον κόσμο.
Θα θυμάστε ίσως οι περισσότεροι ότι ο λεγόμενος «εμφύλιος του Ζαμβέζη» άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 2010, από μια αστικού τύπου παρεξήγηση. Αυξήθηκαν παραλόγως τα κυκλοφοριακά πρόστιμα, κανένας δεν πλήρωνε φόρους για διαμαρτυρία, οι δυνάμεις καταστολής έδρασαν βιαιότερον του συνήθους, ομάδες αναρχικών έβαζαν βόμβες μέσα σε σκουπιδιάρικα διαλύοντας τις προσόψεις των κατοικιών, ώσπου οι πλουσιότερες συνοικίες έστησαν οδοφράγματα και προσέλαβαν ιδιωτικούς φρουρούς για να προστατευτούν. Σύντομα όλη η κοιλάδα του Ζαμβέζη με επικεφαλής την μητρόπολη του Τιμπουκτού, χωρίστηκε σε τομείς αυτοφυλασσόμενους και αλληλοσπαρασσόμενους. Οι επικοινωνίες ήταν δυνατές μόνον με εξαιρετικά γενναίους αγγελιαφόρους ικανούς για όλα οι οποίοι μετέφεραν μηνύματα από οχυρωμένο σημείο σε άλλο οχυρωμένο σημείο αμειβόμενοι με μυθώδεις περιουσίες. Ο παρορμητικός και έμπειρος Παναγιώτης Τσακίρογλου ήταν από τους πρώτους που έκανε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο επάγγελμα.
Θα θυμάστε ίσως το επεισόδιο της «απόπειρας Αχράμ». Δηλαδή την επίθεση της συνοικίας Αχράμ εναντίον της ευπόρου συνοικίας Νταρ Ελ Αμάρνα, κυρίως εξαιτίας των αποθεμάτων και του εργοστασίου που έβγαζε γαριδάκια, γνωστής φτηνής και ανταλλάξιμης τροφής, αν και κάπως ογκώδους. Ο λόγος ήταν ότι η συνοικία Αχράμ εποφθαλμιούσε από τον τομέα Σαραμπάγια ένα ταχυοβιδοβόλο των 75, αλλά οι Σαραμπαγιώτες το πουλούσαν 62 εκατομμύρια γαριδάκια. Έτσι, οι γενναίοι της συνοικίας Αχράμ, έκαμαν έφοδο στην Νταρ Ελ Αμάρνα για να τα αποκτήσουν.
Ο ευγενής Γκέραρντ φον Στρούμμε, διοικητής της τρίτης ζώνης αμύνης της Νταρ Ελ Αμάρνα, επικεφαλής της μεραρχίας Ολλανδών μεταναστών, της ελαφράς θωρακισμένης μεραρχίας Παπαστρούμφ που την αποτελουσαν παλαίμαχοι Δανοί, Γιουγκοσλάβοι και Πακιστανοί και μια ομάδα νεαροί Σερραίοι που τους απήγαγαν σκοτεινοί πράκτορες από μια ντίσκο του Δοξάτου ρίχνοντας στάχτη στο ουίσκι τους, καλεί τον Παναγιώτη Τσακίρογλου και μέσα στο χάος της τελευταίας μάχης του λέει: «Μπορείς να μεταφέρεις στη Σαραμπάγια αυτό το μήνυμα; «Αγοράζουμε εμείς το οβιδοβόλο σας. Προσφέρουμε… προσφέρουμε…δέκα βιντεοταινίες και ένα καφάσι φράουλες!»
Ο Παναγιώτης Τσακίρογλου πήγε να λιποθυμήσει. Στρατάρχα μου» λέει στο τέλος «το ποσόν που προσφέρετε είναι αμύθητο». «Τίποτε δεν είναι αμύθητο μπροστά στη διατήρηση των ιδεωδών της Νταρ Ελ Αμάρνα παιδί μου! Πήγαινε και πες στους Σαραμπαγιώτες ότι θα ‘χουν αυτά κι άλλα τόσα, αρκεί να αρχίσουν πυρ κατά βούλησιν κατ’ ευθείαν στους εριστικούς και επίφοβους εχθρούς. Θα αμειφθείς γενναία με…» σώπασε για λίγο, «…με ένα τέταρτο του κιλού βύσσινα!»
Ο Παναγιώτης Τσακίρογλου φίλησε το χέρι του φον Στρούμμε και χάθηκε στο πυρηνικό σκοτάδι δρασκελώντας τον φράχτη και το οδόφραγμα. Αυτό που έπρεπε να κάνει δεν ήταν καθόλου εύκολο στην κοιλάδα του Ζαμβέζη, άλλα σχετικά απλό για έναν που έζησε στη Μακεδονία όπου πρέπει να αποφεύγεις τις μέδουσες όταν κολυμπάς, τις σακούλες που πετάνε με σκουπίδια από τις πολυκατοικίες όταν περπατάς στους δρόμους, και αντίστοιχες νάρκες παντού.
Έτσι λοιπόν, με το καταπληκτικό ελικτικό βήμα που έμεινε αργότερα στην Ιστορία της κομμαντικής ως «ελιγμός Τσακίρογλου» κατάφερε να εισχωρήσει στον οχυρωμένο τομέα Σαραμπάγια όπου και άφησε να συλληφθεί προκειμένου να μη τον θεωρήσουνε ελεύθερο σκοπευτή και τον εκτελέσουν. Προς μεγάλη του έκπληξη τον πήγαν στον γενικό διοικητή της Σαραμπάγια σ’ ένα διώροφο σπίτι που προστατεύονταν από την πλημμύρες του Ζαμβέζη με ένα ανάχωμα από ανθρώπινα κορμιά ασβεστωμένα. Ο διοικητής σηκώθηκε από τον θρόνο του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ήταν η πρώτη αγκαλιά που είδε ο εικοστός πρώτος αιώνας νοτίως της Ρώμης, εκείνο το βράδυ της 22ας Αυγούστου του 2019-τέτοια πίκρα και φαρμάκι είχε υδρόγειο.
«Πώς λέγεσαι βρε;» τον ρωτάει μέσα στο δάκρυ. «Παναγιώτης Τσακίρογλου» του λέει.
Ο διοικητής σκουπιζόταν. «Εμένα με λένε Πολύκαρπο Εχμιετζίδη και είμαι από το Τσέκρι, την Παραλίμνη Γιαννιτσών. Ο προπάππος μου εψάρευε καβούρια στη λίμνη Βαν διότι ψάρια δεν είχε και κατέβηκε μετά το 1922 από τα βουνά της Κιλικίας, τι κάθοδος των Μυρίων μπροστά σ’ αυτά που τράβηξε. Κι από την Αττάλεια πήρε μια βάρκα για να βγουν στην Κύπρο και τους έπιασαν Εγγλέζοι και τους πήγαν στη Λαοδίκεια της Συρίας. Κι επέστρεψε στην Ελλάδα μέσω Τεχεράνης και Βλαντικαυκάς. Κι εκεί που ξαναρχίσαμε να ψαρεύουμε στη λίμνη των Γιαννιτσών, την αποξήραναν! Με κάρα, διηγούνται οι παλαιοί, κουβαλούσαν τόνους ψάρι τα γύρω χωριά για μέρες, που πηδούσαν στα χωράφια, μέσα στο ρηχό λασπόνερο. Κι ο παππούς μου ήταν καπνοπαραγωγός κι ο πατέρας μου οδοντίατρος και στα 2003 έγινε νομάρχης Λαρίσσης. Πόσο χρονώ σε διώξανε εσένα από το σπίτι;»
Δάκρυσε ο Παναγιώτης Τσκίρογλου: «μήτε εννιά χρονώ δεν ήμουνα καλά-καλά». «Α», του λέγει ο Εμφιετζίδης, «εμένα με κράτησαν ως τα δεκατέσσερα, είχανε βλέπεις την άνεση. Και να μη σου τα πολυλογώ, μετά από πολλά που τράβηξα στο Τροντχάιμ της Νορβηγίας, στη Ρουέν της Γαλλίας και ιδίως στην αφιλότιμη τη Μασσαλία, διαβάζω μια μικρή αγγελία ζητείται άνθρωπος ικανός για όλα και πήγα. Ήταν σ’ ένα στενάκι στη Μασσαλία, η αντιπροσωπεία των ευπόρων κατοίκων της Σουραμπάγια. Μου λένε «είστε ικανός για όλα;». «Ναι» τους απαντώ. Μου λένε «βλέπετε αυτήν την φράουλα; Είναι δική σας!».
Ψύχραιμος εγώ, αν και με μισή φράουλα τότε, όπως θα θυμάσαι, αγόραζες όλη τη Θεσσαλονίκη, τους λεω «ευχαριστώ». Τότε ένας μου λέει: «Πατήστε την κάτω αυτή τη φράουλα, με το παπούτσι σας, λυώστε την, αν είστε ικανός για όλα». Δεν το σκέφτηκα πολύ, την ποδοπάτησα αμέσως. Αυτό ήταν! Σε διορίζουμε αρχηγό του στρατιωτικού τομέα της Σαραμπάγια παρά τον ποταμό Ζαμβέζη μου λένε και έτσι είμαι εδώ. Και τι θέλεις τώρα ως αγγελιοφόρος;»
«Καταστρέφεται η Τελ Ελ Αμάρνα, πατριώτη!» λέει ο Παναγιώτης Τσακίρογλου θερμότατα. «Έχει επιτεθεί πανστρατιά η επίλεκτη αφρόκρεμα της Αχραμ και η αντίσταση καταρρέει, όπως κατέρρευσε ο αθηναϊκός στρατός στη Χαιρώνεια, όπως ελύγισαν περσικά βέλη τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, όπως το άνθος των βυζαντινών οροφυλάκων κατεσφάγη στον Ιερομίακα, το σημερινό Γιαρμούκ αρχές του εβδόμου αιώνος από τους Άραβες, όπως απεπνίγη στο αίμα του ο Αγαλλιανός και ο Ντεμουλέν και ο στρατός του Δούκα της Οράγγης και οι Σκοτσέζοι στο Λώντερ και ο Μπουντιένι στην Ουκρανία και ο Μόντελ στη Σαξωνία…»
«Πού τα ξέρεις βρε εσύ αυτά;» ρωτάει ο Μακεδών πολέμαρχος. «Τι που τα ξέρω…μικρός τακτοποιούσα το ταμείο του σουπερμάρκετ του πατέρα μου κι έκοβα σελίδες από τα βιβλία για να δίνουμε ψιλά, ρέστα. Έτσι, έμαθα να διαβάζω.»
«Ξέρεις να διαβάζεις;» φρίττει ο πολεμιστής. «Έξοχα! Να σώσουμε τη Νταρ Ελ Αμάρνα, αλλά εσύ θα κάτσεις πλέον κοντά μου. Θα περάσουμε ζωή χαρισάμενη. Θα τρώμε φράουλες και θα μου διαβάζεις ιστορίες για να κοιμάμαι ήρεμος!»
Έτσι, σώθηκε με το οβιδοβόλο των 75 η αγαπημένη μας συνοικία κι αργότερα, από εδώ άρχισε η περίφημη επέλαση της στρατιάς φον Στρούμμε- Εχμιετζίδη-Τσακίρογλου, που οδήγησε μετά δεκαετή και πλέον λυσσώδη αγώνα στην αποκατάσταση της ενότητας της πόλεως του Τιμπουκτού και στην ανακήρυξή της ως ιερής πόλης των αποφύγων, των μεταναστών, των αποδήμων και λοιπά.
Είμαστε σταγών ευνομουμένης πολιτείας στον ωκεανό δύο ημισφαιρίων διαλελυμένων και σπαρασσομένων. Φυσικά, ο εικοστός δεύτερος αιών μας βρίσκει εις απείρως καλυτέραν κατάστασιν. Ειρήνη θανάτου επικρατεί στα πλέον ανήσυχα σημεία της υδρογείου και πολιτισμικές διεργασίες αρχίζουν δειλά να αναφαίνονται σε διάφορα μέρα. Ποιος μπορεί να λησμονήσει τα πεντέμισυ εκατομμύρια θεατών που χάρηκαν την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε εκείνην την θρυλική παράσταση του σταδίου Μαρακανά της Βραζιλίας, παιγμένη από τους έξι ηθοποιούς που βρέθηκαν να έχουν επιζήσει σε όλην την υφήλιο; Και τι να πω για την δανειστική βιβλιοθήκη «το τσακιρόγλειον ίδρυμα» που είναι το κόσμημα της Μεγάλης Παναγίας της Χαλκιδικής και όπου η καθημερινή ουρά των προσερχομένων είναι πάνω από πέντε χιλιόμετρα ενώ η σύνθεση είναι κυριολεκτικώς διεθνής. Μέχρι και από την Αυστραλία με τα πόδια έρχονται για να δανειστούν ένα βιβλίο.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο λαός του Τιμπουκτού και εγώ προσωπικώς αποκαλύπτω σήμερα τον ανδριάντα του Παναγιώτη Τσακίρογλου που τοποθετείται μπροστά το κτίριο της Αστυνομίας σποτέλεσμα διαγωνισμου μεταξύ τριάκοντα δύο γλυπτών που εντούτοις εκέρδισε ο επτάχρονος Ζαν Λυκ Ντεπαρντιέ που έριξε τη ιδέα και ο Κιάν Τσινγιάν που την εξετέλεσε με πολυεστέρα και χρωστική.
Ιδού:
Μια υπερμεγέθης φράουλα, στίλβουσα, λαμπερή, μακεδονική, καμάρι της Χαλκιδικής της Ρεβενίκειας χάρη που θα θυμίζει εσαεί στους Τιμπουκτιώτες τις ο Παναγιώτης Τσακίρογλου και ποία τα έργα του!
Ευχαριστώ.
Κείμενο του 1986, στην ραδιοφωνική σειρά “Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονία” στον ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Υπάρχει και μια ηχογράφηση στο “Βαφοπούλειο” αρχές του 90. Η σειρά είχε σαράντα επεισόδια, από τα οποία πρέπει να έχουν σωθεί στο αρχείο μου αρκετά. Γραμμένο σαφώς μετά το Τσερνόμπιλ, αλλά και το καλοκαίρι επειδή Παναγιώτης Τσακίρογλου είναι το όνομα του κιθαρίστα “Αιγυπτίου” που έπαιζε στην παρωδία των “Νεφελών” η οποία παρουσιάστηκε τότε στη Σαλονίκη, την Ζάκυνθο, την Κέρκυρα και τους Φιλίππους.
Leave a Reply