Tα συχαρίκια μου στην αδάμαστη, μονίμως ηττημένη μόρφωση. Που είναι συλλογή χαρτιών. Στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Σε δασκάλους, επιθεωρητές, καθηγητές, συμβούλους, ειδικούς συμβούλους και στον πανεπιστημιακό ερυθρό τάπητα. Στους ερασιτέχνες αναδιφητές, στους πιστεύοντες στον Άδη και στον Έρωτα. Στις αναστηλωμένες φαντασιώσεις, σε αυτούς που συμπληρώνουν αυθαίρετα εξαίσιες τοιχογραφίες. Σε αυτούς που θεωρούν το Βυζάντιο σύμφυρμα απολέμων καλογήρων και ψαλμωδίας.
Σπολλάτη στους μεταρρυθμιστές, στα φροντιστήρια, στα χαλβαδάκια που καταναλώνουν οι μαθητές, όταν βαριούνται τις ξεναγήσεις, βορά των μπατιρημένων ξενοδόχων. Στις «Εθνικές Εταιρείες» και στους σπεκουλαδόρους. Στα κολοσσαία όπου ψωραλέοι λέοντες κατασπαράζουν την κριτική σκέψη.
Στους αγνοιακούς της πρακτικής αριθμητικής, στους αγωνιστές των σέλφι, στους απογόνους του Δούρειου ίππου που σήμερα θα απαιτεί άδεια από την Πολεοδομία. Στους ιχνηλάτες νόμων και στους επινοημένους εχθρούς, πάντα καλύτερους από τους ξεχασμένους φίλους.
Στους χαμένους από χέρι. Που τους παίζουν με γεμάτο ζάρι και δεν παίρνουνε χαμπάρι. Στους απεγνωσμένους, στους γραφικούς, που ταχταρίζουν την εαυτάρα τους. Που πηγαίνουν Βαρκελώνη, αλλά όχι Πόγραδετς, Κερκυρούλα αλλά όχι Σαμάκοβο ή Πρίλαπο.
Τούντας και Ρούκουνας, μαλάκα μου. Τούντας και Ρούκουνας.1933. Με Ογδοντάκη. Παραλλαγές στο στίχο, μπόλικες. Αλλά στέκει ως ύμνος του συλλαλητηρίου. Υπέρ των πολιτικών που επαινέθηκαν.
Χθες το βράδυ στο μπαρμπούτι, μου τη σκάσαν μπαλαμούτι.
Όλο μπαρμπουτζήδες φίνοι, στ’ Αργυρού το μπιτιρίνι.
Παίζαν με γεμάτο ζάρι, και δεν έπαιρνα χαμπάρι.
Και μ’ αφήσανε στον άσσο, κι είμαι αδέρφι μου να σκάσω.
Χάνω μ’ άσσοι, τρεις διακόσιες και με ντόρτια άλλες τρακόσιες.
Το ζακέτο βάζω σάνο, φέρνω δυάρες και το χάνω.
Φέρνω βόλτα και φουμάρω, ξαναπαίζω και ρεφάρω.
Τώρα, αδέρφι ντερβισάκι, μπαγλαμά και χασισάκι.
Leave a Reply